Πέμπτη 30 Μαΐου 2013
Δευτέρα 27 Μαΐου 2013
"Nocturne" Cesare Pavese
The hill is like night against the clear sky.
Your head framed against it, barely moving,
and moving with the sky. You are like a cloud
seen between branches. In your eyes the laughter
and strangeness of a sky that is not yours.
The hill of earth and leaves halts
your bright gaze with its dark mass,
your mouth has the curve of a gentle hollow
between distant slopes. You seem to play
with the great hill and the clearness of the sky:
to please me you echo the ancient background
and make it purer.
But you live elsewhere.
Your gentle blood came from elsewhere.
The words you say have no meeting-point
with the rugged sadness of this sky.
You are only a white and sweetly gentle cloud
entangled one night among ancient branches.
Your head framed against it, barely moving,
and moving with the sky. You are like a cloud
seen between branches. In your eyes the laughter
and strangeness of a sky that is not yours.
The hill of earth and leaves halts
your bright gaze with its dark mass,
your mouth has the curve of a gentle hollow
between distant slopes. You seem to play
with the great hill and the clearness of the sky:
to please me you echo the ancient background
and make it purer.
But you live elsewhere.
Your gentle blood came from elsewhere.
The words you say have no meeting-point
with the rugged sadness of this sky.
You are only a white and sweetly gentle cloud
entangled one night among ancient branches.
"Cecilia's Dream" Carlo Goldoni
I dreamed that in a garden I reposed,
Beside a fount fed by a mountain stream
Precipitous; where the waves' murmuring flow
And music of sweet birds my heart entranced
'Twixt joy and grief. Then to the air, methought,
And to the woods, I uttered my complaint;
Reproached my cold heart with its long disdain,
And called on Heaven to sway my lover's heart
To reconcilement, and to soothe mine own
To kindness,— when amid the laurel bowers,—
O, blissful chance!—sudden my love appeared
And fell before my feet." Forgive," he cried,
"The transport of mine anger, in the hour
Thou bad'st me wait upon the midnight air;
And, for the future, cheerfully I'll brave
The scorching sunbeams or the evening dews,
Or linger the lone night beneath these walls;—
Thy day be mine, or clouded or serene.
Ah ! then, relent, and let my heart have rest!"
At these sweet words, how shall I tell my joy?
I called him to my side. He rose, approached,
And trembling seized the hand I proffered him,
A pledge of reconciled love; and, ah!
So fervent kissed it, that my very heart
Leaped in my bosom; then full many a sigh
He breathed, with sweet regards and fond caress.
Beside a fount fed by a mountain stream
Precipitous; where the waves' murmuring flow
And music of sweet birds my heart entranced
'Twixt joy and grief. Then to the air, methought,
And to the woods, I uttered my complaint;
Reproached my cold heart with its long disdain,
And called on Heaven to sway my lover's heart
To reconcilement, and to soothe mine own
To kindness,— when amid the laurel bowers,—
O, blissful chance!—sudden my love appeared
And fell before my feet." Forgive," he cried,
"The transport of mine anger, in the hour
Thou bad'st me wait upon the midnight air;
And, for the future, cheerfully I'll brave
The scorching sunbeams or the evening dews,
Or linger the lone night beneath these walls;—
Thy day be mine, or clouded or serene.
Ah ! then, relent, and let my heart have rest!"
At these sweet words, how shall I tell my joy?
I called him to my side. He rose, approached,
And trembling seized the hand I proffered him,
A pledge of reconciled love; and, ah!
So fervent kissed it, that my very heart
Leaped in my bosom; then full many a sigh
He breathed, with sweet regards and fond caress.
Κυριακή 26 Μαΐου 2013
"Μέθα" Σὰρλ Μπωντλαίρ
Ἂν κάποτε στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ, στὸ πράσινο γρασίδι
μιᾶς τάφρου, στὴ μουντὴ μοναξιὰ τοῦ δωματίου σου,
ξυπνήσεις ξεμέθυστος πιά, ῥώτα τὸν ἄνεμο, ῥώτα τὸ κύμα,
τὸ πουλί, τὸ ῥολόι, κάθε τι ποὺ φεύγει,
κάθε τι ποὺ στενάζει, κάθε τι ποὺ κυλάει, ποὺ τραγουδάει,
ποὺ μιλάει· ῥώτα τί ὥρα εἶναι;
Κι ὁ ἄνεμος, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ῥολόι,
θὰ σοῦ ἀπαντήσουν: Εἶναι ἡ ὥρα τῆς μέθης!
Γιὰ νὰ γίνεις ὁ μαρτυρικὸς σκλάβος τοῦ χρόνου,
μέθα· μέθα ἀδιάκοπα!
Ἀλλὰ μὲ τί; Μὲ ῥακή, μὲ κρασί, μὲ ποίηση, μὲ ἀρετή...
-Μὲ ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ μέθα!...
μιᾶς τάφρου, στὴ μουντὴ μοναξιὰ τοῦ δωματίου σου,
ξυπνήσεις ξεμέθυστος πιά, ῥώτα τὸν ἄνεμο, ῥώτα τὸ κύμα,
τὸ πουλί, τὸ ῥολόι, κάθε τι ποὺ φεύγει,
κάθε τι ποὺ στενάζει, κάθε τι ποὺ κυλάει, ποὺ τραγουδάει,
ποὺ μιλάει· ῥώτα τί ὥρα εἶναι;
Κι ὁ ἄνεμος, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ῥολόι,
θὰ σοῦ ἀπαντήσουν: Εἶναι ἡ ὥρα τῆς μέθης!
Γιὰ νὰ γίνεις ὁ μαρτυρικὸς σκλάβος τοῦ χρόνου,
μέθα· μέθα ἀδιάκοπα!
Ἀλλὰ μὲ τί; Μὲ ῥακή, μὲ κρασί, μὲ ποίηση, μὲ ἀρετή...
-Μὲ ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ μέθα!...
"Oταν κατεβουμε τη σκαλα" Κωστας Καρυωτακης
Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτα τους χείλη;
Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγμα χρώμα.
Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.
Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή αφήσει χάμου,
το τριαντάφυλλο θα 'ναι της άμμου.
Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε,
Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου.
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτα τους χείλη;
Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγμα χρώμα.
Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.
Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή αφήσει χάμου,
το τριαντάφυλλο θα 'ναι της άμμου.
Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε,
Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου.
Τετάρτη 22 Μαΐου 2013
"Ο εκπτωτος του φεγγαριου" Ντανιελα Παλαιοχωρινου
Άφησες και το τελευταίο, αγγελικό φτερό σου να αφεθεί αβοήθητο στη γη των θνητών... Κάποτε η λάμψη μου εκεί ψηλά, κάθε νύχτα ερωτοτροπούσε με της ψυχής σου το λευκό... Του φεγγαρόφωτου ήσουν ο άγρυπνος και φωτεινός φρουρός... Τώρα πια... που το μαύρο του ουρανού γέμισε την άσπλαχνη καρδιά σου... Και εγώ που θάφτηκα, μισή μέσα στη σκοτεινιά μου... Σε ποιούς δαίμονες, να τολμήσω, τον ξεπεσμό σου να μαρτυρήσω;...
"Κατι τετοιες νυχτες" Γιαννης Μαυροματιδης
Ετσι θα μοιραζομαστε τις νυχτες,
ξαπλωμενοι στο υγρο χορταρι,κατω απο τον ιδιο ουρανο,
σιωπιλοι οχι γιατι μας σωθηκαν οι λεξεις,αλλα γιατι μας ερεθιζει πιο πολυ η σιωπη.
Γιατι κατι τετοιες νυχτες δεν χρειαζονται τα λογια,μιλανε αντι γιαυτα τα παθιασμενα χειλη,τ' αχορταγα αγγιγματα,οι ανοικτες πληγες και τα λιγωμενα βλεμματα...
ξαπλωμενοι στο υγρο χορταρι,κατω απο τον ιδιο ουρανο,
σιωπιλοι οχι γιατι μας σωθηκαν οι λεξεις,αλλα γιατι μας ερεθιζει πιο πολυ η σιωπη.
Γιατι κατι τετοιες νυχτες δεν χρειαζονται τα λογια,μιλανε αντι γιαυτα τα παθιασμενα χειλη,τ' αχορταγα αγγιγματα,οι ανοικτες πληγες και τα λιγωμενα βλεμματα...
Σάββατο 18 Μαΐου 2013
Τετάρτη 15 Μαΐου 2013
"The Lord of Oc and No" Bertran De Born
The beautiful spring delights me well,
When flowers and leaves are growing;
And it pleases my heart to hear the swell
Of the birds' sweet chorus flowing
In the echoing wood;
And I love to see, all scattered around,
Pavilions, tents, on the martial ground;
And my spirit finds it good
To see, on the level plains beyond,
Gay knights and steeds caparison'd.
It pleases me when the lancers bold
Set men and armies flying;
And it pleases me to hear around
The voice of the solders crying;
And joy is mine
When the castles strong, besieged, shake,
And walls, uprooted, totter and crack;
And I see the foemen join,
On the moated shore all compassed round
With the palisade and guarded mound.--
Lances and swords, and stained helms,
And shields dismantled and broken,
On the verge of the bloody battle scene,
The field of wrath betoken;
And the vassals are there,
And there fly the steeds of the dying and dead;
And, where the mingled strife is spread,
The noblest warrior's care
Is to cleave the foeman's limbs and head,
The conqueror less of the living than dead.
I tell you that nothing my soul can cheer,
Or banqueting, or reposing,
Like the onset cry of "Charge them" rung
From each side, as in battle closing,
Where the horses neigh,
And the call to "aid" is echoing loud;
And there on the earth the lowly and proud
In the foss together lie;
And yonder is piled the mangled heap
Of the brave that scaled the trench's steep.
Barons! your castles in safety place,
Your cities and villages too,
Before ye haste to the battle scene;
And, Papiol! quickly go,
And tell the Lord of "Oc and No"
That peace already too long hath been!
When flowers and leaves are growing;
And it pleases my heart to hear the swell
Of the birds' sweet chorus flowing
In the echoing wood;
And I love to see, all scattered around,
Pavilions, tents, on the martial ground;
And my spirit finds it good
To see, on the level plains beyond,
Gay knights and steeds caparison'd.
It pleases me when the lancers bold
Set men and armies flying;
And it pleases me to hear around
The voice of the solders crying;
And joy is mine
When the castles strong, besieged, shake,
And walls, uprooted, totter and crack;
And I see the foemen join,
On the moated shore all compassed round
With the palisade and guarded mound.--
Lances and swords, and stained helms,
And shields dismantled and broken,
On the verge of the bloody battle scene,
The field of wrath betoken;
And the vassals are there,
And there fly the steeds of the dying and dead;
And, where the mingled strife is spread,
The noblest warrior's care
Is to cleave the foeman's limbs and head,
The conqueror less of the living than dead.
I tell you that nothing my soul can cheer,
Or banqueting, or reposing,
Like the onset cry of "Charge them" rung
From each side, as in battle closing,
Where the horses neigh,
And the call to "aid" is echoing loud;
And there on the earth the lowly and proud
In the foss together lie;
And yonder is piled the mangled heap
Of the brave that scaled the trench's steep.
Barons! your castles in safety place,
Your cities and villages too,
Before ye haste to the battle scene;
And, Papiol! quickly go,
And tell the Lord of "Oc and No"
That peace already too long hath been!
"25η ραψωδία της Οδύσσειας" Τάσος Λειβαδίτης
"Αηδίες - ο χρόνος έγινε για να κυλάει
οι έρωτες για να τελειώνουν
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο
με το μεγάλο διασκελισμό ενός μαθηματικού υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει,
ότι ζήσαμε
χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμμιά φορά,
τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μυρηκαστικό τ' αναμασάει η ξεδοντιασμένη
μνήμη,
όσα δε ζήσαμε
αυτά μας ανήκουν -"
οι έρωτες για να τελειώνουν
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο
με το μεγάλο διασκελισμό ενός μαθηματικού υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει,
ότι ζήσαμε
χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμμιά φορά,
τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μυρηκαστικό τ' αναμασάει η ξεδοντιασμένη
μνήμη,
όσα δε ζήσαμε
αυτά μας ανήκουν -"
Δευτέρα 13 Μαΐου 2013
"Θελω να γινω δικος σου" Γιαννης Μαυροματιδης
Θελω να γινω δικος σου,
να υπαρχω,να ζω,να περιφερομαι
γυρω σου,πανω σου,μεσα σου.
Θελω να γινω το νικητηριο τροπαιο σου,
στον αεναο πολεμο με τις υπερτιμημενες κι ανεκπληρωτες φαντασιωσεις του ερωτα.
Θελω να γινω η τροφη
που θα τραφουν τα ονειρα,οι ποθοι και οι επιθυμιες σου.
Τα πιο βαναυσα,τα πιο σκοτεινα,ανομα και βλασφημα "θελω" σου.
Θελω να γινω ο κρυφος σου θησαυρος
και να με ξοδεψεις απληστα και σπαταλα σ' ατελειωτα κι εκφυλα οργια
απεγνωσμενων συνευρεσεων.
Θελω να γινω στιλετο στο χερι σου,
να κοβεις μαζι μου κομματια απ' τις νυχτες σου
και να χαραζεις ουλες στα βελουδινα σεντονια της μοναξιας σου.
Θελω να γινω το θηραμα
που θα σπαρταραει αιμοφυρτο στην φονικη παγιδα της ομορφιας σου
Γιατι προτιμοτερος ο θανατος απο αυτην,παρα η ζωη χωρις αυτην...
να υπαρχω,να ζω,να περιφερομαι
γυρω σου,πανω σου,μεσα σου.
Θελω να γινω το νικητηριο τροπαιο σου,
στον αεναο πολεμο με τις υπερτιμημενες κι ανεκπληρωτες φαντασιωσεις του ερωτα.
Θελω να γινω η τροφη
που θα τραφουν τα ονειρα,οι ποθοι και οι επιθυμιες σου.
Τα πιο βαναυσα,τα πιο σκοτεινα,ανομα και βλασφημα "θελω" σου.
Θελω να γινω ο κρυφος σου θησαυρος
και να με ξοδεψεις απληστα και σπαταλα σ' ατελειωτα κι εκφυλα οργια
απεγνωσμενων συνευρεσεων.
Θελω να γινω στιλετο στο χερι σου,
να κοβεις μαζι μου κομματια απ' τις νυχτες σου
και να χαραζεις ουλες στα βελουδινα σεντονια της μοναξιας σου.
Θελω να γινω το θηραμα
που θα σπαρταραει αιμοφυρτο στην φονικη παγιδα της ομορφιας σου
Γιατι προτιμοτερος ο θανατος απο αυτην,παρα η ζωη χωρις αυτην...
Παρασκευή 10 Μαΐου 2013
Τετάρτη 8 Μαΐου 2013
"I'll give you everything" Antanas Venclova
Yes, everything I'll give to you,
And for myself just keep
The cloud there floating in the blue,
The dragon-fly that leaps,
The birches that are changing hue,
The autumn landscape's hum,
The million drops of sparkling dew
That to the boughs have clung.
How fine to roam the peaceful fields
When warm sun strokes green shoots,
When you can hear the rustling breeze
Touch lightly gable roofs,
See gleaming woods,
The countryside
extending
everywhere,
And meet your youth again, green-eyed
With flowing golden hair...
And for myself just keep
The cloud there floating in the blue,
The dragon-fly that leaps,
The birches that are changing hue,
The autumn landscape's hum,
The million drops of sparkling dew
That to the boughs have clung.
How fine to roam the peaceful fields
When warm sun strokes green shoots,
When you can hear the rustling breeze
Touch lightly gable roofs,
See gleaming woods,
The countryside
extending
everywhere,
And meet your youth again, green-eyed
With flowing golden hair...
"Turbine turns" Andreas Embeirikos
O ocean liner you sing and sail
Your body white and your funnels yellow
Tired of the anchorages’ filthy waters
You who have loved the faraway sporades
You who have raised the highest rebel banners
You who sail boldly into the most dangerous waters
Hail, who have let yourself be ravished by the sirens
Hail, who have never feared the clashing rocks.
O ocean liner you sing and sail
Over the radiance of the sea with gulls
And I am in your cabin as you are in my heart.
O ocean liner you sing and sail
The breezes recognize us and unloose their hair
They run towards us and their folds are fluttering
Some of pure white and others deepest purple
Folds of heartbeats folds of joy
Of the betrothed and the newly married.
O ocean liner you sing and sail
Clamor before you here, whales in your wake
From deep inside you children draw beatitude
And from your face, affinity with you
And you resemble those you and I know
Because we know what whale means
And how it is that fishermen hunt fish.
O ocean liner you sing and sail
They take to flight who sneer at you in secret
Who sell your nets and feed themselves on fat
While you traverse the prairies of the ocean
And sail into harbors decked in plumes
And jewelry from the lovely mermaid
Who bears your kisses still upon her breast.
O ocean liner you sing and sail
Your smoke-trail is a strand of destiny
Uncoiling in the ether and ascending
Like the black locks of a voluptuous heavenly virgin
Or like the lyric cry of the muezzin
When your prow flashes on the waves
As the word of Allah flashes on the Prophet’s lips
And in his hand his bright unerring sword.
O ocean liner you sing and sail
Along the tracks of deeply folded furrows
Which glitter in your wake like tracks of triumphs
Channels of defloration footprints of pleasure panting
In the bright light of burning noon or underneath the stars
When your turbines turn faster and you scatter
Foam to the left and foam to the right upon the shivering waters.
O ocean liner you sing and sail
It seems to me our journeys run together
I think that we resemble one another
Our circles are a part of all creation
Forbears of generation still emerging
We sail we travel forward without guilt
Forges and mills and factories are we
Great plains and oceans and assemblies
Where young men come together with their maidens
And then inscribe upon the sky the words
Armala Porana and Velma.
O ocean liner you sing and sail
Apple trees blossom always in our hearts
With their sweet juices and their shade
To which the young girls come at noon
So they can taste love with us
And afterwards so they can see the harbors
With the tall belfries and the towers
Where landlocked maidens climb
To dry their hair.
O ocean liner you sing and sail
Our lyres of boundless joy ring out
Your body white and your funnels yellow
Tired of the anchorages’ filthy waters
You who have loved the faraway sporades
You who have raised the highest rebel banners
You who sail boldly into the most dangerous waters
Hail, who have let yourself be ravished by the sirens
Hail, who have never feared the clashing rocks.
O ocean liner you sing and sail
Over the radiance of the sea with gulls
And I am in your cabin as you are in my heart.
O ocean liner you sing and sail
The breezes recognize us and unloose their hair
They run towards us and their folds are fluttering
Some of pure white and others deepest purple
Folds of heartbeats folds of joy
Of the betrothed and the newly married.
O ocean liner you sing and sail
Clamor before you here, whales in your wake
From deep inside you children draw beatitude
And from your face, affinity with you
And you resemble those you and I know
Because we know what whale means
And how it is that fishermen hunt fish.
O ocean liner you sing and sail
They take to flight who sneer at you in secret
Who sell your nets and feed themselves on fat
While you traverse the prairies of the ocean
And sail into harbors decked in plumes
And jewelry from the lovely mermaid
Who bears your kisses still upon her breast.
O ocean liner you sing and sail
Your smoke-trail is a strand of destiny
Uncoiling in the ether and ascending
Like the black locks of a voluptuous heavenly virgin
Or like the lyric cry of the muezzin
When your prow flashes on the waves
As the word of Allah flashes on the Prophet’s lips
And in his hand his bright unerring sword.
O ocean liner you sing and sail
Along the tracks of deeply folded furrows
Which glitter in your wake like tracks of triumphs
Channels of defloration footprints of pleasure panting
In the bright light of burning noon or underneath the stars
When your turbines turn faster and you scatter
Foam to the left and foam to the right upon the shivering waters.
O ocean liner you sing and sail
It seems to me our journeys run together
I think that we resemble one another
Our circles are a part of all creation
Forbears of generation still emerging
We sail we travel forward without guilt
Forges and mills and factories are we
Great plains and oceans and assemblies
Where young men come together with their maidens
And then inscribe upon the sky the words
Armala Porana and Velma.
O ocean liner you sing and sail
Apple trees blossom always in our hearts
With their sweet juices and their shade
To which the young girls come at noon
So they can taste love with us
And afterwards so they can see the harbors
With the tall belfries and the towers
Where landlocked maidens climb
To dry their hair.
O ocean liner you sing and sail
Our lyres of boundless joy ring out
Κυριακή 5 Μαΐου 2013
Σάββατο 4 Μαΐου 2013
"Τι να συμβαινει...." Γιαννης Μαυροματιδης
Τι να συμβαινει μες στο μυαλο σου αραγε εκεινες τις στιγμες που βυθιζεσαι στον κοσμο των ονειρων;
Ποιες σκεψεις σιωπουν και ποιες αναδυονται μεσα απο τα βαθη της ψυχης σου;
Ποιανων επιθυμιων ειναι αυτες οι βαριες αλυσιδες που κλεινουν ερμητικα τα βλεφαρα σου;
Κι οσο κι αν προσπαθω να εισβαλω λαθρεπιβατης μεσα τους,ν' ανακαλυψω τα μυστικα μονοπατια που θα μ' οδηγουσαν στην αληθεια σου.
Μου ειναι αδυνατον να προχωρησω πιο περα απ' οσα φανταζομαι,υποψιαζομαι η' θα θελα κατα βαθος εγω να βρω εκει...
Ποιες σκεψεις σιωπουν και ποιες αναδυονται μεσα απο τα βαθη της ψυχης σου;
Ποιανων επιθυμιων ειναι αυτες οι βαριες αλυσιδες που κλεινουν ερμητικα τα βλεφαρα σου;
Κι οσο κι αν προσπαθω να εισβαλω λαθρεπιβατης μεσα τους,ν' ανακαλυψω τα μυστικα μονοπατια που θα μ' οδηγουσαν στην αληθεια σου.
Μου ειναι αδυνατον να προχωρησω πιο περα απ' οσα φανταζομαι,υποψιαζομαι η' θα θελα κατα βαθος εγω να βρω εκει...
Παρασκευή 3 Μαΐου 2013
"Ὁ ποιητής" Κωστης Παλαμας
Μόνος. Ἕν᾿ ἄδειο ἀπέραντο τριγύρω μου,
καὶ μιᾶς πολέμιας χλαλοῆς ἀσώπαστη ἡ φοβέρα.
Κι ὅταν ἐκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπὴ παγώνει πέρα ὡς πέρα.
Μόνος. Μ᾿ ἀρνήθηκαν οἱ σύντροφοι,
κι ἀπὸ τὸ πλάι μου γνωστικὰ τ᾿ ἀδέρφια τραβηχτῆκαν.
Μ᾿ ἔδειξε κάποιος. - Νὰ τος! - Καταπάνω μου
γυναῖκες, ἄντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιὰ ριχτῆκαν.
Τὸ χέρι τὸ ἀκριβὸ τῆς Ὁδηγήτρας μου,
ποὺ μὲ κρατοῦσε, ἀνοίχτηκε πρὸς ἄλλα χάιδια ... Μόνος.
Σὲ βάθη μυστικὰ περνοῦνε ἀστράφτοντας
τῶν ἀσκητάδων οἱ χαρές, τοῦ μαρτυρίου ὁ θρόνος.
Φωτιά ῾βαλαν, τὸ κάψανε τὸ σπίτι μου,
καὶ σύντριψαν τὴ λύρα μου μὲ τὴ βαθιὰ ἁρμονία.
Τὴν Πολιτεία δυὸ Λάμιες τὴ ρημάζουνε:
ἡ λύσσα τοῦ καλόγερου, τοῦ δασκάλου ἡ μανία.
Τῆς Πολιτείας ἡ πόρτα κλείστηκε,
μὲ διώξανε, ἔρμος βρέθηκα στὰ ἕρμα μονοπάτια
καὶ τῆς Ἰδέας τῆς ἀστρομάτας, ποὺ ἔσφαξαν
ἀπὸ τὴ στράτα μάζωξα τὰ ὁλόφωτα κομμάτια.
Καὶ τἄσπερνα στὸ διάβα μου, καὶ φύτρωναν
ἐδῶ παράδεισοι, κ᾿ ἐκεῖ βασίλεια, κ᾿ ἐκεῖ πέρα
παλάτια κ᾿ ἐκκλησιὲς καὶ δρακοντόκαστρα.
Κι ὅλα στὴν ἴδια εὐφραίνονταν ἀνύχτωτην ἡμέρα.
καὶ μιᾶς πολέμιας χλαλοῆς ἀσώπαστη ἡ φοβέρα.
Κι ὅταν ἐκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπὴ παγώνει πέρα ὡς πέρα.
Μόνος. Μ᾿ ἀρνήθηκαν οἱ σύντροφοι,
κι ἀπὸ τὸ πλάι μου γνωστικὰ τ᾿ ἀδέρφια τραβηχτῆκαν.
Μ᾿ ἔδειξε κάποιος. - Νὰ τος! - Καταπάνω μου
γυναῖκες, ἄντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιὰ ριχτῆκαν.
Τὸ χέρι τὸ ἀκριβὸ τῆς Ὁδηγήτρας μου,
ποὺ μὲ κρατοῦσε, ἀνοίχτηκε πρὸς ἄλλα χάιδια ... Μόνος.
Σὲ βάθη μυστικὰ περνοῦνε ἀστράφτοντας
τῶν ἀσκητάδων οἱ χαρές, τοῦ μαρτυρίου ὁ θρόνος.
Φωτιά ῾βαλαν, τὸ κάψανε τὸ σπίτι μου,
καὶ σύντριψαν τὴ λύρα μου μὲ τὴ βαθιὰ ἁρμονία.
Τὴν Πολιτεία δυὸ Λάμιες τὴ ρημάζουνε:
ἡ λύσσα τοῦ καλόγερου, τοῦ δασκάλου ἡ μανία.
Τῆς Πολιτείας ἡ πόρτα κλείστηκε,
μὲ διώξανε, ἔρμος βρέθηκα στὰ ἕρμα μονοπάτια
καὶ τῆς Ἰδέας τῆς ἀστρομάτας, ποὺ ἔσφαξαν
ἀπὸ τὴ στράτα μάζωξα τὰ ὁλόφωτα κομμάτια.
Καὶ τἄσπερνα στὸ διάβα μου, καὶ φύτρωναν
ἐδῶ παράδεισοι, κ᾿ ἐκεῖ βασίλεια, κ᾿ ἐκεῖ πέρα
παλάτια κ᾿ ἐκκλησιὲς καὶ δρακοντόκαστρα.
Κι ὅλα στὴν ἴδια εὐφραίνονταν ἀνύχτωτην ἡμέρα.
Πέμπτη 2 Μαΐου 2013
"Τωρα οι νυχτες...." Γιαννης Μαυροματιδης
Με κρατουν απο το χερι και με οδηγουν κοντα σου.
Κανουν θεση για σενα στο κρεβατι μου
και με μεθουν με πυρρωμενα ονειρα,φλεγωμενα οραματα του γυμνου κορμιου σου.
Αφηνουν επιτηδες κομματια δικα σου,λιγο απο το αρωμα σου,λιγο απο το χρωμα των ματιων σου,λιγο απο την γευση του στηθους σου
Για να τα βρισκω σκορπια στο μονοπατι της καρδιας μου,
για να τα μαζευω ευλαβικα σαν ηταν και που ειναι οτι πιο ιερο,οτι πιο λατρεμενο εχω στη ζωη μου...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)