Είμαι δεμένος στο σώμα σου σαν άγριο
σκυλί σε πάσσαλο και αλυχτάω, όχι γιατί θέλω να λευτερωθώ και να το
σκάσω, αλλά επειδή δεν σε φέρνουνε σε μένα μια ώρα αρχύτερα να κόψω με
τα δόντια μου τις σάρκες σου, αυτές που ντύνεσαι για να είσαι «όπως
πρέπει» μπρος στους τρίτους. Το πάθος μου για σένα συγκρίνεται μονάχα με
ένα μάτσο απρέπειες μη εξημερωμένου ζώου. Θέλω να σε απολαύσω αργά. Θα
μένω λοιπόν κάμποσο νηστικός. Θα αφήνω την πείνα μου να ξαναμεγαλώνει
σαν κλαδεμένο κλαρί, για να σε ευχαριστηθώ πάλι από την αρχή. Δεν θα σε
λυπάμαι που θα κείτεσαι κι εσύ αιχμαλωτισμένη. Θα σε ποδοπατάω. Κανείς
δεν λυπάται κάτι το θεϊκό. Κανείς δεν δείχνει ευσπλαχνία για το αναίτια
υπέροχο. Θα τα υποστείς όλα μέχρι να γιατρευτεί η λύσσα του έρωτά μου.
Θα σε σκεπάσω με έρωτα την επόμενη φορά που θα ιδωθούμε. Τα χάδια θα έχουν έκταση. Θα σε μπουκώσω με όλες τις χαρές της σάρκας μέχρι να λιγοθυμήσεις, να πέσεις να πεθάνεις. Θέλω μαζί μου να τα χάσεις ολότελα και να ομολογήσεις κρυφά στον εαυτό σου ότι ποτέ δεν είχες τολμήσει να ονειρευτείς τέτοιο παραλήρημα…
Όταν γεράσεις, θέλω να νοσταλγείς αυτές τις λίγες ώρες, θέλω να ανατριχιάζεις ολόκληρη από την παλιά χαρά όταν στον νου σου θα τη φέρνεις.
Δεν θα με κουράσουν ποτέ οι συναντήσεις μας. Μπορεί ο άνθρωπος να χορτάσει το νερό; Μπορεί το χορτάρι να βαρεθεί τον ήλιο; Μπορεί η κορφή ου ψηλού βουνού να θελήσει να τινάξει από πάνω της το παγωμένο χιόνι; Εσύ αγάπη μου, είσαι απ’ τις ανάγκες η πιο ζωτική. Δεν έχεις τίποτα απ’ τις άλλες – όλες μαζί – να ζηλέψεις.
Θα πέσω οριζόντια με τα χέρια παραδομένα, ανήμπορα, θα ανοίξω το στόμα διάπλατα, θα κρατήσω τα βλέφαρα ορθάνοιχτα, θα εκθέσω την καρδιά μου άφοβα, να μου δοθείς με όποιο τρόπο σταθεί δυνατό. Σαν ήλιος, σα φως, σαν αέρας, σα νερό, σα ζωή, σα θάνατος, σαν αγάπη. Είμαι αχόρταγος άνθρωπος και θα σε πείσω γι’ αυτό. Είμαι πειναλέος άνθρωπος και πείσε με γι’ αυτό. Λουίζ, σε χρειάζομαι. Επισκέψου με «πανταχόθεν…».
Θα σε σκεπάσω με έρωτα την επόμενη φορά που θα ιδωθούμε. Τα χάδια θα έχουν έκταση. Θα σε μπουκώσω με όλες τις χαρές της σάρκας μέχρι να λιγοθυμήσεις, να πέσεις να πεθάνεις. Θέλω μαζί μου να τα χάσεις ολότελα και να ομολογήσεις κρυφά στον εαυτό σου ότι ποτέ δεν είχες τολμήσει να ονειρευτείς τέτοιο παραλήρημα…
Όταν γεράσεις, θέλω να νοσταλγείς αυτές τις λίγες ώρες, θέλω να ανατριχιάζεις ολόκληρη από την παλιά χαρά όταν στον νου σου θα τη φέρνεις.
Δεν θα με κουράσουν ποτέ οι συναντήσεις μας. Μπορεί ο άνθρωπος να χορτάσει το νερό; Μπορεί το χορτάρι να βαρεθεί τον ήλιο; Μπορεί η κορφή ου ψηλού βουνού να θελήσει να τινάξει από πάνω της το παγωμένο χιόνι; Εσύ αγάπη μου, είσαι απ’ τις ανάγκες η πιο ζωτική. Δεν έχεις τίποτα απ’ τις άλλες – όλες μαζί – να ζηλέψεις.
Θα πέσω οριζόντια με τα χέρια παραδομένα, ανήμπορα, θα ανοίξω το στόμα διάπλατα, θα κρατήσω τα βλέφαρα ορθάνοιχτα, θα εκθέσω την καρδιά μου άφοβα, να μου δοθείς με όποιο τρόπο σταθεί δυνατό. Σαν ήλιος, σα φως, σαν αέρας, σα νερό, σα ζωή, σα θάνατος, σαν αγάπη. Είμαι αχόρταγος άνθρωπος και θα σε πείσω γι’ αυτό. Είμαι πειναλέος άνθρωπος και πείσε με γι’ αυτό. Λουίζ, σε χρειάζομαι. Επισκέψου με «πανταχόθεν…».