Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Κώστας Καρυωτάκης "Αποχαιρετιστήρια επιστολή"

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς, τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. [Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό.] Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζύ με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τ’ αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. [Ημουν άρρωστος.] Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας. Κ.Γ.Κ.

Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγομένου. Κ.Γ.Κ. Πηγή: www.lifo.gr

Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγομένου. Κ.Γ.Κ. Πηγή: www.lifo.gr

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

"Στις αιωνιες,σιωπιλες νυχτες που θα ρθουν" Γιαννης Μαυροματιδης

Υπαρχω
πριν ακομα υπαρξει ο χρονος.
Ουτε που θυμαμαι
ποσες εποχες εκλεισαν τον κυκλο τους
γυρω απο μενα.
Ειδα τη ζωη
να γεννιεται μεσα απο τις φλογες του θανατου.
Αμετρητες φορες
ακολουθησα την πορεια του ηλιου
πανω σε αυτον τον κοσμο.
Αμετρητες φορες 
μ'ελουσε το χλωμο φως του φεγγαριου
εκεινες τις αιωνιες,σιωπιλες νυχτες.
Ειδα αστερια να πληγωνουν τον ουρανο.
Την ευπλαστη μαζα της γης
να υψωνεται και να βουλιαζει.
Τους παγους
ν'απλωνονται σαν ατελειωτοι λευκοι μανδυες.
Θαυμασα την απεραντοσυνη των πρωτων ωκεανων.
Γευτικα
τα πρωτα δωρα της φυσης.
Και καποια χαραυγη
ακουσα το πρωτο κλαμα
της γεννησης του πρωτου ανθρωπου.
Εσυρα μαζι του
τα πρωτα,αβεβαια,γεματα τρομο βηματα του
πανω σ'αυτον τον κοσμο.
Κυνηγησα μαζι του
με γυμνα χερια σε σπηλιες,απροσπελαστα δαση και βαθεια ποταμια.
Ζεσταθικα μαζι του
μπροστα στην πρωτη φωτια
και ατενισα το μελλον του μεσα στις τεραστιες φλογες των ονειρων του.
Βαδισα μαζι του
στα πρωτα μεγαλα ταξιδια,
παρακινουμενος απο την ιδια αρχεγονη διψα της περιπετειας κ της ανακαλυψης.
Πολεμησα μαζι του,
σκοτωσα τους αδερφους του και χορτασα την παγωμενη γη με αμετρητα κουφαρια.
Εκτισα μαζι του
ονειρα και ματαιοδοξια απο πετρα,μαρμαρο και γρανιτη.
Ενωθικα μαζι του
και εγινε το αιμα μου αιμα του,η σαρκα μου σαρκα του,
η εικονα μου εικονα του.
Υπαρχω
μεσα σε καθετι δικο του.
Μου δωσε αμετρητες μορφες,αμετρητα ονοματα,αμετρητες ιδιοτητες.
Με βαζει να κατοικω στα ουρανια στερεωματα,
αλλα και στις ζοφερες αβυσσους.
Με ευχαριστει για καθε καλο,με καταριεται για καθε κακο.
Μ'εξυψωνει και με υποβιβαζει με την ιδια ευκολια.
Μ'αγαπα αλλα και με μισει,με φοβαται αλλα και με αγνοει,
με σεβεται αλλα και με προκαλει.
Βαθεια ομως μεσα στην ανεξερευνητη ψυχη του,
ξερει πως πρωτος υπηρξα Εγω!
Πολυ πριν ακομα κι απο τον ιδιο τον Χρονο που τοσο λατρευει.
Και πως θα συνεχισω να υπαρχω 
οταν αυτος καποτε παψει να υπαρχει.
Και η θυμηση του θα σκιαζεται απο το χλωμο φως του φεγγαριου
και το αιμα που θα χυνεται απ'τις πληγες των αστεριων στον ουρανο.
Χωρις τιποτα να φανερωνει κατι απο την παρουσια του,
σ'εκεινες τις αιωνιες,σιωπιλες ωυχτες που θα ρθουν...



Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

"A Gleam of Sunshine" Henry Wadsworth Longfellow


This is the place. Stand still, my steed,
Let me review the scene,
And summon from the shadowy Past
The forms that once have been.

The Past and Present here unite
Beneath Time's flowing tide,
Like footprints hidden by a brook,
But seen on either side.

Here runs the highway to the town;
There the green lane descends,
Through which I walked to church with thee,
O gentlest of my friends!

The shadow of the linden-trees
Lay moving on the grass;
Between them and the moving boughs,
A shadow, thou didst pass.

Thy dress was like the lilies,
And thy heart as pure as they:
One of God's holy messengers
Did walk with me that day.

I saw the branches of the trees
Bend down thy touch to meet,
The clover-blossoms in the grass
Rise up to kiss thy feet,

"Sleep, sleep to-day, tormenting cares,
Of earth and folly born!"
Solemnly sang the village choir
On that sweet Sabbath morn.

Through the closed blinds the golden sun
Poured in a dusty beam,
Like the celestial ladder seen
By Jacob in his dream.

And ever and anon, the wind,
Sweet-scented with the hay,
Turned o'er the hymn-book's fluttering leaves
That on the window lay.

Long was the good man's sermon,
Yet it seemed not so to me;
For he spake of Ruth the beautiful,
And still I thought of thee.

Long was the prayer he uttered,
Yet it seemed not so to me;
For in my heart I prayed with him,
And still I thought of thee.

But now, alas! the place seems changed;
Thou art no longer here:
Part of the sunshine of the scene
With thee did disappear.

Though thoughts, deep-rooted in my heart,
Like pine-trees dark and high,
Subdue the light of noon, and breathe
A low and ceaseless sigh;

This memory brightens o'er the past,
As when the sun, concealed
Behind some cloud that near us hangs
Shines on a distant field.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

"Θερινὸ Ἡλιοστάσι" Γιῶργος Σεφέρης

Α´

Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς.
Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
καὶ τούτη ἡ γυναῖκα
ποὺ τὴν εἶδες ὄμορφη, μιὰ στιγμὴ
λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε.
Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες
καὶ γίνουνται ἄστρα.

Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.

Β´

Ὅλοι βλέπουν ὁράματα
κανεὶς ὡστόσο δὲν τ᾿ ὁμολογεῖ·
πηγαίνουν καὶ θαρροῦν πὼς εἶναι μόνοι.
Τὸ μεγάλο τριαντάφυλλο
ἤτανε πάντα ἐδῶ
στὸ πλευρό σου βαθιὰ μέσα στὸν ὕπνο
δικό σου καὶ ἄγνωστο.
Ἀλλὰ μονάχα τώρα ποὺ τὰ χείλια σου τ᾿ ἄγγιξαν
στ᾿ ἀπώτατα φύλλα
ἔνιωσες τὸ πυκνὸ βάρος τοῦ χορευτῆ
νὰ πέφτει στὸ ποτάμι τοῦ καιροῦ -
τὸ φοβερὸ παφλασμό.

Μὴ σπαταλᾷς τὴν πνοὴ ποὺ σοῦ χάρισε
τούτη ἡ ἀνάσα.


Γ´

Κι ὅμως σ᾿ αὐτὸ τὸν ὕπνο
τ᾿ ὄνειρο ξεπέφτει τόσο εὔκολα
στὸ βραχνά.
Ὅπως τὸ ψάρι ποὺ ἄστραψε κάτω ἀπ᾿ τὸ κῦμα
καὶ χώθηκε στὸ βοῦρκο τοῦ βυθοῦ
ἢ χαμαιλέοντας ὅταν ἀλλάζει χρῶμα.
Στὴν πολιτεία ποὺ ἔγινε πορνεῖο
μαστροποὶ καὶ πολιτικιὲς
διαλαλοῦν σάπια θέλγητρα·
ἡ κυματόφερτη κόρη
φορεῖ τὸ πετσὶ τῆς γελάδας
γιὰ νὰ τὴν ἀνεβεῖ τὸ ταυρόπουλο·
ὁ ποιητὴς
χαμίνια τοῦ πετοῦν μαγαρισιὲς
καθὼς βλέπει τ᾿ ἀγάλματα νὰ στάζουν αἷμα.
Πρέπει νὰ βγεῖς ἀπὸ τοῦτο τὸν ὕπνο·
τοῦτο τὸ μαστιγωμένο δέρμα.


Δ´

Στὸ τρελὸ ἀνεμοσκόρπισμα
δεξιὰ ζερβὰ πάνω καὶ κάτω
στροβιλίζονται σαρίδια.
Φτενοὶ θανατεροὶ καπνοὶ
λύνουν τὰ μέλη τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ψυχὲς
βιάζουνται ν᾿ ἀποχωριστοῦν τὸ σῶμα
διψοῦν καὶ δὲ βρίσκουν νερὸ πουθενά·
κολνοῦν ἐδῶ κολνοῦν ἐκεῖ στὴν τύχη
πουλιὰ στὶς ξόβεργες·
σπαράζουν ἀνωφέλευτα
ὅσο ποὺ δὲ σηκώνουν ἄλλο τὰ φτερά τους.

Φυραίνει ὁ τόπος ὁλοένα
χωματένιο σταμνί.


Ε´

Ὁ κόσμος τυλιγμένος στὰ ναρκωτικὰ σεντόνια
δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο νὰ προσφέρει
παρὰ τοῦτο τὸ τέρμα.
Στὴ ζεστὴ νύχτα
ἡ μαραμένη ἱέρεια τῆς Ἑκάτης
μὲ γυμνωμένα στήθη ψηλὰ στὸ δῶμα
παρακαλᾷ μία τεχνητὴ πανσέληνο, καθὼς
δυὸ ἀνήλικες δοῦλες ποὺ χασμουριοῦνται
ἀναδεύουν σὲ μπακιρένια χύτρα
ἀρωματισμένες φαρμακεῖες.
Αὔριο θὰ χορτάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τὰ μυρωδικά.

Τὸ πάθος της καὶ τὰ φτιασίδια
εἶναι ὅμοια μὲ τῆς τραγῳδοῦ
ὁ γύψος τοὺς μάδησε κιόλας.


Στ´

Κάτω στὶς δάφνες
κάτω στὶς ἄσπρες πικροδάφνες
κάτω στὸν ἀγκαθερὸ βράχο
κι ἡ θάλασσα στὰ πόδια μας γυάλινη.
Θυμήσου τὸ χιτῶνα ποὺ ἔβλεπες
ν᾿ ἀνοίγει καὶ νὰ ξεγλιστρᾷ πάνω στὴ γύμνια
κι ἔπεσε γύρω στοὺς ἀστραγάλους
νεκρός -
ἂν ἔπεφτε ἔτσι αὐτὸς ὁ ὕπνος
ἀνάμεσα στὶς δάφνες τῶν νεκρῶν.


Ζ´

Ἡ λεῦκα στὸ μικρὸ περιβόλι
ἡ ἀνάσα της μετρᾷ τὶς ὦρες σου
μέρα καὶ νύχτα·
κλεψύδρα ποὺ γεμίζει ὁ οὐρανός.
Στὴ δύναμη τοῦ φεγγαριοῦ τὰ φύλλα της
σέρνουν μαῦρα πατήματα στὸν ἄσπρο τοῖχο.
Στὸ σύνορο εἶναι λιγοστὰ τὰ πεῦκα
ἔπειτα μάρμαρα καὶ φωταψίες
κι ἄνθρωποι καθὼς εἶναι πλασμένοι οἱ ἄνθρωποι.
Ὁ κότσυφας ὅμως τιτιβίζει
σὰν ἔρχεται νὰ πιεῖ
κι ἀκοῦς καμιὰ φορὰ φωνὴ τῆς δεκοχτούρας.

Στὸ μικρὸ περιβόλι δέκα δρασκελιὲς
μπορεῖ νὰ ἰδεῖς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου
νὰ πέφτει σὲ δυὸ κόκκινα γαρούφαλα
σὲ μίαν ἐλιὰ καὶ λίγο ἁγιόκλημα.
Δέξου ποιὸς εἶσαι.
Τὸ ποίημα
μὴν τὸ καταποντίζεις στὰ βαθιὰ πλατάνια
θρέψε το μὲ τὸ χῶμα καὶ τὸ βράχο ποὺ ἔχεις.
Τὰ περισσότερα -
σκάψε στὸν ἴδιο τόπο νὰ τὰ βρεῖς.


Η´

Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ σκληρὸς καθρέφτης
ἐπιστρέφει μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἤσουν.

Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ μιλᾷ μὲ τὴ φωνή σου,
τὴ δική σου φωνὴ
ὄχι ἐκείνη ποὺ σ᾿ ἀρέσει·
μουσική σου εἶναι ἡ ζωὴ
αὐτὴ ποὺ σπατάλησες.
Μπορεῖ νὰ τὴν ξανακερδίσεις ἂν τὸ θέλεις
ἂν καρφωθεῖς σὲ τοῦτο τ᾿ ἀδιάφορο πρᾶγμα
ποὺ σὲ ρίχνει πίσω
ἐκεῖ ποὺ ξεκίνησες.

Ταξίδεψες, εἶδες πολλὰ φεγγάρια πολλοὺς ἥλιους
ἄγγιξες νεκροὺς καὶ ζωντανοὺς
ἔνιωσες τὸν πόνο τοῦ παλικαριοῦ
καὶ τὸ βογκητὸ τῆς γυναίκας
τὴν πίκρα τοῦ ἄγουρου παιδιοῦ -
ὅ,τι ἔνιωσες σωριάζεται ἀνυπόστατο
ἂν δὲν ἐμπιστευτεῖς τοῦτο τὸ κενό.
Ἴσως νὰ βρεῖς ἐκεῖ ὅ,τι νόμισες χαμένο·
τὴ βάστηση τῆς νιότης, τὸ δίκαιο καταποντισμὸ
τῆς ἡλικίας.

Ζωή σου εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τοῦτο τὸ κενὸ εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τὸ ἄσπρο χαρτί.


Θ´

Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τά ῾βλεπαν
κι αὐτοὶ γελοῦσαν.

Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
πάνω νερά·
νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
στὰ τυφλά, πεισματάρης
καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο -
ἄφησε κι ἂς γελοῦν.
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
στ᾿ ἀφανισμένο τοῦτο παρὸν -
ἄφησέ τους.

Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.


Ι´

Τὴν ὥρα ποὺ τὰ ὀνείρατα ἀληθεύουν
στὸ γλυκοχάραμα τῆς μέρας
εἶδα τὰ χείλια ποὺ ἄνοιγαν
φύλλο τὸ φύλλο.

Ἔλαμπε ἕνα λιγνὸ δρεπάνι στὸν οὐρανό.
Φοβήθηκα μὴν τὰ θερίσει.


ΙΑ´

Ἡ θάλασσα ποὺ ὀνομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι ἄσπρα πανιὰ
μπάτης ἀπὸ τὰ πεῦκα καὶ τ᾿ Ὄρος τῆς Αἴγινας
λαχανιασμένη ἀνάσα·
τὸ δέρμα σου γλιστροῦσε στὸ δέρμα της
εὔκολο καὶ ζεστὸ
σκέψη σχεδὸν ἀκάμωτη κι ἀμέσως ξεχασμένη.

Μὰ στὰ ρηχὰ
ἕνα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
καὶ στὸ βυθὸ -
ἂν συλλογιζόσουν ὡς ποῦ τελειώνουν τὰ ὄμορφα νησιά.

Σὲ κοίταζα μ᾿ ὅλο τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ ἔχω.

ΙΒ´

Τὸ αἷμα τώρα τινάζεται
καθὼς φουσκώνει ἡ κάψα
στὶς φλέβες τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀφορμισμένου.
Γυρεύει νὰ περάσει ἀπὸ τὸ θάνατο
γιὰ νά ῾βρει τὴ χαρά.

Τὸ φῶς εἶναι σφυγμὸς
ὁλοένα πιὸ ἀργὸς καὶ πιὸ ἀργὸς
θαρρεῖς πῶς πάει νὰ σταματήσει.


ΙΓ´

Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ σταματήσει ὁ ἥλιος.
Τὰ ξωτικὰ τῆς αὐγῆς
φύσηξαν τὰ στεγνὰ κοχύλια·
τὸ πουλὶ κελάηδησε τρεῖς φορὲς τρεῖς φορὲς μόνο·
ἡ σαύρα πάνω στὴν ἄσπρη πέτρα
μένει ἀκίνητη
κοιτάζοντας τὸ φρυγμένο χόρτο
ἐκεῖ ποὺ γλίστρησε ἡ δεντρογαλιά.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ἕνα βαθὺ χαράκι
ψηλὰ στὸ θόλο τοῦ γαλάζιου -
δές τον, θ᾿ ἀνοίξει.

Ἀναστάσιμη ὠδίνη.

ΙΔ´

Τώρα,
μὲ τὸ λιωμένο μολύβι τοῦ κλήδονα
τὸ λαμπύρισμα τοῦ καλοκαιρινοῦ πελάγου,
ἡ γύμνια ὁλόκληρής της ζωῆς·
καὶ τὸ πέρασμα καὶ τὸ σταμάτημα καὶ τὸ πλάγιασμα καὶ τὸ τίναγμα
τὰ χείλια τὸ χαϊδεμένο δέρας,
ὅλα γυρεύουν νὰ καοῦν.

Ὅπως τὸ πεῦκο καταμεσήμερα
κυριεμένο ἀπ᾿ τὸ ρετσίνι
βιάζεται νὰ γεννήσει φλόγα
καὶ δὲ βαστᾷ πιὰ τὴν παιδωμή -

φώναξε τὰ παιδιὰ νὰ μαζέψουν τὴ στάχτη
καὶ νὰ τὴ σπείρουν.
Ὅ,τι πέρασε πέρασε σωστά.

Κι ἐκεῖνα ἀκόμη ποὺ δὲν πέρασαν
πρέπει νὰ καοῦν
τοῦτο τὸ μεσημέρι ποὺ καρφώθηκε ὁ ἥλιος
στὴν καρδιὰ τοῦ ἑκατόφυλλου ρόδου.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

"Χωρις αιμα" Γιαννης Μαυροματιδης

Εχω παψει εδω και καιρο
να γραφω τα ποιηματα μου με κοκκινο μελανι.
Τωρα πια γραφω αναιμακτα,αβιαστα
χωρις ν'αφηνω πισω μου βαθειες αυλακιες.
Χωρις να βουτω το νυστερι μου
σε βαθειες πληγες.
Ετσι ανωδυνα κι επιφανειακα γραφω
οπως θα ζωγραφιζα πανω σε μεταξι.
Ποιηση ομως χωρις βαθος,
χωρις αιμα,χωρις σκαψιμο της ψυχης με νυχια σπασμενα
Δεν ειναι ποιηση,
οχι τουλαχιστον η ποιηση που αναζητω.
Οχι η ποιηση που θελω να υπηρετησω...

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Äþñßá (Greek title) by Ezra Pound

Be in me as the eternal moods
of the bleak wind, and'not
As transient things are
gaiety of flowers.
Have me in the strong loneliness
of sunless cliffs
And of grey waters.
Let the gods speak softly of us
In days hereafter,
The shadowy flowers of Orcus
Remember thee.

"Κι αν έσβησε σαν ίσκιος" Κώστας Καρυωτάκης

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά

Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί

Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,

Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που `ζησα ζωή!

"Portrait of a Lady" by: T. S. Eliot


Among the smoke and fog of a December afternoon
You have the scene arrange itself--as it will seem to do--
With "I have saved this afternoon for you";
And four wax candles in the darkened room,
Four rings of light upon the ceiling overhead,
An atmosphere of Juliet's tomb
Prepared for all the things to be said, or left unsaid.
We have been, let us say, to hear the latest Pole
Transmit the Preludes, through his hair and finger-tips.
"So intimate, this Chopin, that I think his soul
Should be resurrected only among friends
Some two or three, who will not touch the bloom
That is rubbed and questioned in the concert room."
--And so the conversation slips
Among velleities and carefully caught regrets
Through attenuated tones of violins
Mingled with remote cornets
And begins.

"You do not know how much they mean to me, my friends,
And how, how rare and strange it is, to find
In a life composed so much, so much of odds and ends,
(For indeed I do not love it ... you knew? you are not blind!
How keen you are!)
To find a friend who has these qualities,
Who has, and gives
Those qualities upon which friendship lives.
How much it means that I say this to you--
Without these friendships--life, what cauchemar!"
Among the windings of the violins
And the ariettes
Of cracked cornets
Inside my brain a dull tom-tom begins
Absurdly hammering a prelude of its own,
Capricious monotone
That is at least one definite "false note."
--Let us take the air, in a tobacco trance,
Admire the monuments
Discuss the late events,
Correct our watches by the public clocks.
Then sit for half an hour and drink our bocks.

    II

Now that lilacs are in bloom
She has a bowl of lilacs in her room
And twists one in her fingers while she talks.
"Ah, my friend, you do not know, you do not know
What life is, you should hold it in your hands";
(Slowly twisting the lilac stalks)
"You let it flow from you, you let it flow,
And youth is cruel, and has no remorse
And smiles at situations which it cannot see."
I smile, of course,
And go on drinking tea.
"Yet with these April sunsets, that somehow recall
My buried life, and Paris in the Spring,
I feel immeasurably at peace, and find the world
To be wonderful and youthful, after all."

The voice returns like the insistent out-of-tune
Of a broken violin on an August afternoon:
"I am always sure that you understand
My feelings, always sure that you feel,
Sure that across the gulf you reach your hand.

You are invulnerable, you have no Achilles' heel.
You will go on, and when you have prevailed
You can say: at this point many a one has failed.

But what have I, but what have I, my friend,
To give you, what can you receive from me?
Only the friendship and the sympathy
Of one about to reach her journey's end.

I shall sit here, serving tea to friends...."

I take my hat: how can I make a cowardly amends
For what she has said to me?
You will see me any morning in the park
Reading the comics and the sporting page.
Particularly I remark An English countess goes upon the stage.
A Greek was murdered at a Polish dance,
Another bank defaulter has confessed.
I keep my countenance, I remain self-possessed
Except when a street piano, mechanical and tired
Reiterates some worn-out common song
With the smell of hyacinths across the garden
Recalling things that other people have desired.
Are these ideas right or wrong?

    III

The October night comes down; returning as before
Except for a slight sensation of being ill at ease
I mount the stairs and turn the handle of the door
And feel as if I had mounted on my hands and knees.

"And so you are going abroad; and when do you return?
But that's a useless question.
You hardly know when you are coming back,
You will find so much to learn."
My smile falls heavily among the bric-à-brac.

"Perhaps you can write to me."
My self-possession flares up for a second;
This is as I had reckoned.

"I have been wondering frequently of late
(But our beginnings never know our ends!)
Why we have not developed into friends."
I feel like one who smiles, and turning shall remark
Suddenly, his expression in a glass.
My self-possession gutters; we are really in the dark.

"For everybody said so, all our friends,
They all were sure our feelings would relate
So closely! I myself can hardly understand.
We must leave it now to fate.
You will write, at any rate.
Perhaps it is not too late.
I shall sit here, serving tea to friends."

And I must borrow every changing shape
To find expression ... dance, dance
Like a dancing bear,
Cry like a parrot, chatter like an ape.
Let us take the air, in a tobacco trance--
Well! and what if she should die some afternoon,
Afternoon grey and smoky, evening yellow and rose;
Should die and leave me sitting pen in hand
With the smoke coming down above the housetops;
Doubtful, for quite a while
Not knowing what to feel or if I understand
Or whether wise or foolish, tardy or too soon ...
Would she not have the advantage, after all?
This music is successful with a "dying fall"
Now that we talk of dying--
And should I have the right to smile?

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Θεοφιλος Γκωτιε

Αγαπω τις εικονες των γυναικων....
Στον σκοτεινο τοιχο επανω,
λαμπουν μεσα στα καδρα τους
σαν αμεθυστος,
χλομες σαν τριανταφυλλα,
με δακτυλα χλομα,
οπως πρεπει στα εκατοχρονα λουλουδια.

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

"A Cradle Song" by William Blake

Sweet dreams form a shade,
O'er my lovely infants head.
Sweet dreams of pleasant streams,
By happy silent moony beams
Sweet sleep with soft down.
Weave thy brows an infant crown.
Sweet sleep Angel mild,
Hover o'er my happy child.
Sweet smiles in the night,
Hover over my delight.
Sweet smiles Mothers smiles,
All the livelong night beguiles.
Sweet moans, dovelike sighs,
Chase not slumber from thy eyes,
Sweet moans, sweeter smiles,
All the dovelike moans beguiles.
Sleep sleep happy child,
All creation slept and smil'd.
Sleep sleep, happy sleep.
While o'er thee thy mother weep
Sweet babe in thy face,
Holy image I can trace.
Sweet babe once like thee.
Thy maker lay and wept for me
Wept for me for thee for all,
When he was an infant small.
Thou his image ever see.
Heavenly face that smiles on thee,
Smiles on thee on me on all,
Who became an infant small,
Infant smiles are His own smiles,
Heaven & earth to peace beguiles.

"With her pearly,undulading dresses" by Charles Baudelaire

With her pearly, undulating dresses,
Even when she's walking, she seems to be dancing
Like those long snakes which the holy fakirs
Set swaying in cadence on the end of their staffs.

Like the dull sand and the blue of deserts,
Both of them unfeeling toward human suffering,
Like the long web of the ocean's billows,
She unfurls herself with unconcern.

Her glossy eyes are made of charming minerals
And in that nature, symbolic and strange,
Where pure angel is united with ancient sphinx,

Where everything is gold, steel, light and diamonds,
There glitters forever, like a useless star,
The frigid majesty of the sterile woman.

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

"Ballade: A S’amye" by François Villon


F alse beauty that costs me so dear,

R ough indeed, a hypocrite sweetness,
A mor, like iron on the teeth and harder,
N amed only to achieve my sure distress,
C harm that’s murderous, poor heart’s death,
O covert pride that sends men to ruin,
I mplacable eyes, won’t true redress
S uccour a poor man, without crushing?

M uch better elsewhere to search for
A id: it would have been more to my honour:
R etreat I must, and fly with dishonour,
T hough none else then would have cast a lure.
H elp me, help me, you greater and lesser!
E nd then? With not even one blow landing?
Or will Pity, in line with all I ask here,
Succour a poor man, without crushing?

That time will come that will surely wither
Your bright flower, it will wilt and yellow,
Then if I can grin, I’ll call on laughter,
But, yet, that would be foolish though:
You’ll be pale and ugly: and I’ll be old,
Drink deep then, while the stream’s still flowing:
And don’t bring trouble on all men so,
Succour a poor man, without crushing.

Amorous Prince, the greatest lover,
I want no evil that’s of your doing,
But, by God, all noble hearts must offer
To succour a poor man, without crushing.

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

"ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ" ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ
γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα

Στ' αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.

" Desespoir" Oscar Wilde

The seasons send their ruin as they go,
For in the spring the narciss shows its head
Nor withers till the rose has flamed to red,
And in the autumn purple violets blow,
And the slim crocus stirs the winter snow;
Wherefore yon leafless trees will bloom again
And this grey land grow green with summer rain
And send up cowslips for some boy to mow.

But what of life whose bitter hungry sea
Flows at our heels, and gloom of sunless night
Covers the days which never more return?
Ambition, love and all the thoughts that burn
We lose too soon, and only find delight
In withered husks of some dead memory.

"Spleen" Charles Baudelaire

Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί
μ' όσες μπαλάντες απαγγέλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν' έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός. Προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν' αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπίατων ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ' αυτό το πτώμα που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

"Το τελευταιο ταξιδι" Κ.Καρυωτακης

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.


Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

"ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ" Μαρία Πολυδούρη

«Οἱ νέοι ποὺ φτάσανε μαζὶ στὸ ἔρμο νησί» μὲ σένα
κάποια βραδιὰ μετρήθηκαν κ᾿ ηὖραν ἐσὺ νὰ λείπης.
Τὰ μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρὶς κανένα
ρώτημα, μόνο ἐκίνησαν τὶς κεφαλὲς τῆς λύπης.

Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, ἀπὸ τὴ μόνωσή σου
ἕνα σημεῖο ἀπὸ φωτιὰ τοὺς ἔστελνες, γνωρίζαν
τὸ θλιβερὸ χαιρέτισμα ποὺ φώταε τῆς ἀβύσσου
τοὺς δρόμους κι᾿ ὅλοι ἀπόμεναν στὸν τόπο τους ποὺ ὁρίζαν.

Ἀπόμεναν στὴν ἴδια τους πικρία, κρεμασμένοι
ἔτσι μοιραῖα καὶ θλιβερὰ στὸ «βράχο» τοῦ κινδύνου.
Κι᾿ ὅταν πιὰ τοὺς χαιρέτισες, οἱ αἰώνια ἀπελπισμένοι
ψάλαν μαζὶ κάποια στροφὴ καθιερωμένου θρήνου.

Μὰ φτάνουν πάντα στὸ «νησί» τὰ νέα παιδιὰ ὁλοένα.
Στὴν ἄδεια θέση σου ζητοῦν τῆς ζωῆς τὸ ἐλεγεῖο.
Σοῦ φέρνουνε στὰ μάτια τους δυὸ δάκρυα παρθένα
καὶ τῆς καινούριας σου Ἐποχῆς τὸ πλαστικὸ ἐκμαγεῖο.

"Night" Maurice Polydore-Marie-Bernard Maeterlinck

My soul is sick at the end of all,
Sick and sad, being weary too,
Weary of being so vain, so vain,
Weary and sad at the end of all,
And o i long for the touch of you!

I long for your hands upon my face;
Snow-cold as spirits they will be;
I wait until they bring the ring.
I wait for their coolness over my face
Like a treasure deep in the sea.

I wait to know their healing spell,
Lest in the desolate sun I die,
So that I die not out in the sun;
O bathe mine eyes and make them well,
Where things unhappy slumbering lie.

Where many swans upon the sea,
Swans that wander over the sea,
Stretch forth their mournful throats in vain;
In wintry gardens by the sea
Sick men pluck roses in their pain.

I long for your hands upon my face;
Snow-cold as spirits they will be,
And soothe my aching sight, alas!
My vision like the withered grass
Where listless lambs irresolute pass!

"An Old Tune" Gerard de Nerval

There is an air for which I would disown
Mozart's, Rossini's, Weber's melodies, -
A sweet sad air that languishes and sighs,
And keeps its secret charm for me alone.

Whene'er I hear that music vague and old,
Two hundred years are mist that rolls away;
The thirteenth Louis reigns, and I behold
A green land golden in the dying day.

An old red castle, strong with stony towers,
The windows gay with many coloured glass;
Wide plains, and rivers flowing among flowers,
That bathe the castle basement as they pass.

In antique weed, with dark eyes and gold hair,
A lady looks forth from her window high;
It may be that I knew and found her fair,
In some forgotten life, long time gone by.

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

"Time" (interlude) Diamanda Calas

Time is like a dream
And now, for a time, you are mine
Let's hold fast to the dream
That tastes and sparkles like wine

Who knows if it's real
Or just something we're both dreaming of
What seems like an interlude now
Could be the beginning of love

Loving you
Is a world that's strange
So much more than my heart can hold
Loving you
Makes the whole world change
Loving you, I could not grow old

No, nobody knows
When love will end
So till then, sweet friend ...

"Η ποίηση δεν είναι καταιγίδα ούτε κυκλώνας,ειναι ενα ποταμι μεγαλοπρεπο και γονιμο" Κόμης Λωτρεαμόν



Οι ταραχές, οι αγωνίες, οι διαστροφές, ο θάνατος, οι εξαιρέσεις στη φυσική ή στην ηθική τάξη, το πνεύμα της άρνησης, οι αποχτηνώσεις, οι παρακρούσεις που τις υπηρετεί η θέληση, τα βάσανα, η καταστροφή, η ανατροπή, τα δάκρυα, οι απληστίες, οι υποταγές, οι διαβρωτικές φαντασίες, τα μυθιστορήματα, το απροσδόκητο, το απαγορευμένο, οι χημικές ιδιορρυθμίες του μυστηριώδη γύπα που παραμονεύει το ψοφίμι μιας πεθαμένης αυταπάτης, οι πρόωρες και αποτυχημένες εμπειρίες, τα σκοτάδια με κέλυφος κοριού, η τρομερή μονομανία του εγωισμού, το μπόλιασμα της βαθιάς νάρκωσης, οι επικήδειοι, οι επιθυμίες, οι προδοσίες, οι τυραννίες, οι ασέβειες, οι ταραχές, οι οξύτητες, οι επιθετικές βρισιές, η παραφροσύνη, η πλήξη, οι δικαιολογημένοι τρόμοι, οι μορφασμοί, οι νευρώσεις, τα ματοβαμμένα εργαλεία που μ' αυτά οδηγούμε τη λογική σε απόγνωση, οι υπερβολές, η έλλειψη ειλικρίνειας, η ανία, οι ευτέλειες, οι μαυρίλες, τα πένθη, τα γεννητούρια που 'ναι χειρότερα κι απο δολοφονίες, τα πάθη, η κλίκα των μυθιστοριογράφων του κακουργιοδικείου, οι τραγωδίες, οι ωδές, τα μελοδράματα, οι ακρότητες που εμφανίζονται αδιάκοπα, η λογική που την αποδοκιμάζουν ατιμώρητα, οι δυσωδίες της δειλίας, οι αηδίες, οι βάτραχοι, οι πολύποδες, οι καρχαρίες, ο σιμούν των ερήμων, οι νυχτοβάτης, θολός, νυχτόβιος, ναρκωτικός, υπνοβάτης, γλοιώδης, ομιλούσα φώκια, διφορούμενος, φθισικός, σπασμωδικός, αφροδισιακός, αναιμικός, μονόφθαλμος, ερμαφρόδιτος, μπάσταρδος, αλμπίνος, παιδεραστής, φαινόμενο του ενυδρείου και γυναίκα με γένια, οι μεθυσμένες ώρες της σιωπηλής αποθάρρυνσης, οι παραλογισμοί, οι δριμύτητες, τα τέρατα, οι εξαχρειωτικοί συλλογισμοί, οι αισχρολογίες, αυτός που δεν σκέφτεται σαν παιδί, η ερήμωση, αυτό το διανοητικό δέντρο του θανάτου, οι αρωματισμένοι καρκίνοι, τα σκέλια με καμέλιες, η ενοχή ενός συγγραφές που περιπλανιέται στην πλαγιά του τίποτα και περιφρονεί τον εαυτό του με χαρούμενες κραυγές, οι τύψεις, οι υποκρισίες, οι αόριστες προσδοκίες που σας συνθλίβουν στ' αδιόρατα γρανάζια τους, οι χοντρές φτυσιές στα ιερά αξιώματα, το σαράκι και τα υπαινικτικά του γαργαλητά, οι τρελοί πρόλογοι, σαν τους προλόγους του Κρόμγουελ, της δεσποινίδας ντε Μωπάν και του Δουμά υιού, τα γερατειά, οι ανημπόριες, οι βλαστήμιες, οι ασφυξίες, οι δύσπνοιες, οι λύσσες - μπροστά σ' αυτα βρόμικα οστεοφυλάκια, που ντρέπομαι να τα ονομάζω, είναι καιρός ν' αντιδράσουμε επιτέλους ενάντια σ' ό,τι μας δυσαρεστεί και μας λυγίζει τόσο βίαια.
Το πνεύμα σας παρασύρεται αδιάκοπα έξω απ' τα νερά του και πιάνεται στην ερεβώδη παγίδα που άτεχνα του στήνουνε ο εγωισμός κι η φιλαυτία.

"The Stolen Heart" Arthur Rimbaud

My sad heart leaks at the poop,
My heart covered in filthy shag:
They squirt it with jets of soup,
My sad heart leaks at the poop:
Under the jibes of that rough troop
Drowned in laughter, see them rag,
My sad heart leaks at the poop,
My heart covered in filthy shag!

Ithyphallic and coarse, their jests
They’ve corrupted it every way!
On the wheelhouse their grotesques,
Ithyphallic and coarse their jests.
O waves, abracadabrantesque,
Take my heart, wash all away!
Ithyphallic and coarse their jests,
They’ve corrupted it every way!

When they’ve finished chewing their plugs,
What shall we do O stolen heart?
Then Bacchic hiccups from ugly mugs:
When they’ve finished chewing their plugs:
My guts will heave, the filthy lugs,
If it’s swallowed outright, my heart:
When they’ve finished chewing their plugs
What shall we do O stolen heart?

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ "Μολωχ"



Τῶν Ἑλλήνων τὴν πατρίδα
βάρβαροι τὴν ἀτιμάζουν!
Ὅπου ἀνθοπετοῦσαν οἱ Ἔρωτες
παραδέρνει ἡ νυχτερίδα.
Στὴ νυχτιά μας μιὰ πυγολαμπίδα,
τῶν ἀρχαίων ἡ μνήμη, ψευτοφέγγει
κ᾿ εἶναι μιὰ νυχτιὰ ποὺ δὲν τὴ διώχνεις,
τοῦ παντοτινοῦ μας ἥλιου ἀχτίδα!
Καὶ πατρίδα καὶ ψυχὴ ρουφᾶν
βάρβαροι ἀπὸ βάθη καὶ ἀπὸ ὕψη.
Κι ὅταν, μ᾿ ἕνα τρίσβαθο ὤχ!
τῶν Ἑλλήνων θεέ, ρωτοῦμε σέ:
«Εἶσ᾿ ἐσὺ ὁ ξανθὸς Ἀπόλλωνας;»
Ἀποκρίνεσαι:-«Εἶμ᾿ ἐγὼ ὁ Μολώχ!»

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

"Anacreon's Grave" Johann Wolfgang von Goethe

Here where the roses blossom, where vines round the laurels are twining,
Where the turtle-dove calls, where the blithe cricket is heard,
Say, whose grave can this be, with life by all the Immortals

Beauteously planted and deck'd?--Here doth Anacreon sleep
Spring and summer and autumn rejoiced the thrice-happy minstrel,
And from the winter this mound kindly hath screen'd him at last.

"A Sunset" by Victor Marie Hugo

I love the evenings, passionless and fair, I love the evens,
Whether old manor-fronts their ray with golden fulgence leavens,
In numerous leafage bosomed close;
Whether the mist in reefs of fire extend its reaches sheer,
Or a hundred sunbeams splinter in an azure atmosphere
On cloudy archipelagos.

Oh, gaze ye on the firmament! a hundred clouds in motion,
Up-piled in the immense sublime beneath the winds' commotion,
Their unimagined shapes accord:
Under their waves at intervals flame a pale levin through,
As if some giant of the air amid the vapors drew
A sudden elemental sword.

The sun at bay with splendid thrusts still keeps the sullen fold;
And momently at distance sets, as a cupola of gold,
The thatched roof of a cot a-glance;
Or on the blurred horizon joins his battle with the haze;
Or pools the blooming fields about with inter-isolate blaze,
Great moveless meres of radiance.

Then mark you how there hangs athwart the firmament's swept track,
Yonder a mighty crocodile with vast irradiant back,
A triple row of pointed teeth?
Under its burnished belly slips a ray of eventide,
The flickerings of a hundred glowing clouds in tenebrous side
With scales of golden mail ensheathe.

Then mounts a palace, then the air vibrates--the vision flees.
Confounded to its base, the fearful cloudy edifice
Ruins immense in mounded wrack;
Afar the fragments strew the sky, and each envermeiled cone
Hangeth, peak downward, overhead, like mountains overthrown
When the earthquake heaves its hugy back.

These vapors, with their leaden, golden, iron, bronzèd glows,
Where the hurricane, the waterspout, thunder, and hell repose,
Muttering hoarse dreams of destined harms,--
'Tis God who hangs their multitude amid the skiey deep,
As a warrior that suspendeth from the roof-tree of his keep
His dreadful and resounding arms!

All vanishes! The Sun, from topmost heaven precipitated,
Like a globe of iron which is tossed back fiery red
Into the furnace stirred to fume,
Shocking the cloudy surges, plashed from its impetuous ire,
Even to the zenith spattereth in a flecking scud of fire
The vaporous and inflamèd spaume.

O contemplate the heavens! Whenas the vein-drawn day dies pale,
In every season, every place, gaze through their every veil?
With love that has not speech for need!
Beneath their solemn beauty is a mystery infinite:
If winter hue them like a pall, or if the summer night
Fantasy them starre brede.

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

"ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ" Κώστας Καρυωτάκης

Γυρίζουν τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα, παίρνουν
τὰ παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ἥσυχα, κι ἔπειτα σέρνουν
γιὰ τελευταία φορὰ τὰ βήματά τους.

Ἦταν ἡ ζωή τους, λένε, τραγῳδία.
Θεέ μου, τὸ φρικτὸ γέλιο τῶν ἀνθρώπων,
τὰ δάκρυα, ὁ ἵδρως, ἡ νοσταλγία
τῶν οὐρανῶν, ἡ ἐρημιὰ τῶν τόπων.

Στέκονται στὸ παράθυρο, κοιτᾶνε
τὰ δέντρα, τὰ παιδιά, πέρα τὴ φύση,
τοὺς μαρμαράδες ποὺ σφυροκοπᾶνε,
τὸν ἥλιο ποὺ γιὰ πάντα θέλει δύσει.

Ὅλα τελείωσαν. Τὸ σημείωμα νά το,
σύντομο, ἁπλό, βαθύ, καθὼς ταιριάζει,
ἀδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
γιὰ κεῖνον ποὺ θὰ κλαίει καὶ θὰ διαβάζει.

Βλέπουν τὸν καθρέφτη, βλέπουν τὴν ὥρα,
ρωτοῦν ἂν εἶναι τρέλα τάχα ἢ λάθος,
«ὅλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πὼς θ᾿ ἀναβάλουν βέβαιοι κατὰ βάθος.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

"Love lies sleeping" by Elizabeth Bishop

Earliest morning, switching all the tracks
that cross the sky from cinder star to star,
coupling the ends of streets
to trains of light.

now draw us into daylight in our beds;
and clear away what presses on the brain:
put out the neon shapes
that float and swell and glare

down the gray avenue between the eyes
in pinks and yellows, letters and twitching signs.
Hang-over moons, wane, wane!
From the window I see

an immense city, carefully revealed,
made delicate by over-workmanship,
detail upon detail,
cornice upon facade,

reaching up so languidly up into
a weak white sky, it seems to waver there.
(Where it has slowly grown
in skies of water-glass

from fused beads of iron and copper crystals,
the little chemical "garden" in a jar
trembles and stands again,
pale blue, blue-green, and brick.)

The sparrows hurriedly begin their play.
Then, in the West, "Boom!" and a cloud of smoke.
"Boom!" and the exploding ball
of blossom blooms again.

(And all the employees who work in a plants
where such a sound says "Danger," or once said "Death,"
turn in their sleep and feel
the short hairs bristling

on backs of necks.) The cloud of smoke moves off.
A shirt is taken of a threadlike clothes-line.
Along the street below
the water-wagon comes

throwing its hissing, snowy fan across
peelings and newspapers. The water dries
light-dry, dark-wet, the pattern
of the cool watermelon.

I hear the day-springs of the morning strike
from stony walls and halls and iron beds,
scattered or grouped cascades,
alarms for the expected:

queer cupids of all persons getting up,
whose evening meal they will prepare all day,
you will dine well
on his heart, on his, and his,

so send them about your business affectionately,
dragging in the streets their unique loves.
Scourge them with roses only,
be light as helium,

for always to one, or several, morning comes
whose head has fallen over the edge of his bed,
whose face is turned
so that the image of

the city grows down into his open eyes
inverted and distorted. No. I mean
distorted and revealed,
if he sees it at all.

"H βασίλισσα" Πάμπλο Νερούδα

Σε ονόμασα βασίλισσα.
Υπάρχουν πιο ψηλές από σένα, πιο ψηλές.
Υπάρχουν πιο αγνές από σένα, πιο αγνές.
Υπάρχουν πιο ωραίες από σένα, υπάρχουν ωραιότερες.
Όμως εσύ είσαι η βασίλισσα. 
Όταν περπατάς στου δρόμους κανένας δε σε αναγνωρίζει. 
Κανείς δε βλέπει το κρυστάλλινο στέμμα σου,
κανένας δε κοιτά το χαλί από κόκκινο χρυσάφι που πατάς όταν περνάς, το χαλί που δεν υπάρχει.
Κι όταν φανείς
αντηχούν όλα τα ποτάμια
στο κορμί μου
σείουν τον ουρανό οι καμπάνες
κι ένας ύμνος γεμίζει τον κόσμο.
Μόνο εσύ κι εγώ,
εσύ κι εγώ αγάπη μου, τον ακούμε.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

"Κακοι οιωνοι" Γιουκιο Μισιμα

Καθως στεκομουν στο παραθυρο μου
Περιμενα καθε βραδυ
παραξενα συμβαντα.
Ειχα το νου μου σε κακους οιωνους
Μια αμμοθυελλα που ορμα απο το δρομο
Ενα ουρανιο τοξο τη νυχτα.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

"Μην μου ξυπνάς την λύπη μέσα μου" William Shakespeare

                                                        Μην δίνεις τόσο εύκολα!

                                       Δεν έχω θυμό μέσα μου! Δεν έχω έχθρα για κανέναν!      

                                                Όμως μέσα μου κοιμάται μια λύπη!

                           Πρόσεχε μην μου την ξυπνάς! Κι η λύπη όταν την ξυπνάς γίνεται θάνατος!

                  Μη μου ξυπνάς τη λύπη μέσα μου Άστη να κοιμηθεί, να γαληνέψει και να
                                                                   ξεχαστει.  

                                        Θα “θελα να μπορούσα να θυμώσω και να φωνάξω.

                                                 Να ξεσπάσω, να κλάψω, να εκδικηθώ.

                                          Μόνο που τίποτα από αυτά δεν θέλω να κάνω.

                                       Το μόνο που θέλω είναι να κοιμήσω την λύπη μου.
                                                Να την κοιμήσω και να την ξεχάσω.

                                              Όπως κάνω ότι ξεχνώ τόσα πράγματα.

                                                           Κι ας μην τα ξεχνώ.

                                                       Σε θυμάμαι να μου λες,

                                              πως πρέπει στον εχθρό να χαμογελώ,

                                                       γιατί έτσι τον πανικοβάλω.

                                              Σου χαμογελώ και σε κοιτώ στα μάτια.

                          Τώρα πια, ξέρω, τα ψέματα πίσω από τις καλά κρυμμένες αλήθειες σου.

                                                              Είναι όλα ξεκάθαρα πια.

                                       Χάθηκε η ομίχλη, διαλύθηκαν τα σύννεφα κι η ομορφιά

                                                      και η ασχήμια μας κοιτούν κατάματα.

                                           Μην μου ξυπνάς αυτά που αφήνω να κοιμούνται.

                                                   Είναι επιλογή να κάνω τoν χαζo.

                                             Κι ίσως είναι η σοφότερη επιλογή απ” όλες.

"Ozymandias" by Percy Bysshe Shelley

I met a traveller from an antique land
Who said: `Two vast and trunkless legs of stone
Stand in the desert. Near them, on the sand,
Half sunk, a shattered visage lies, whose frown,
And wrinkled lip, and sneer of cold command,
Tell that its sculptor well those passions read
Which yet survive, stamped on these lifeless things,
The hand that mocked them and the heart that fed.
And on the pedestal these words appear --
"My name is Ozymandias, king of kings:
Look on my works, ye Mighty, and despair!"
Nothing beside remains. Round the decay
Of that colossal wreck, boundless and bare
The lone and level sands stretch far away.'