Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013
"Oι τρεις" Lenau Nicolaus
Αφού κι η τελευταία εχάθη μάχη,
τρεις ιππείς επιστρέφουνε μονάχοι.
Από βαθιές πληγές τό αίμα ρέει
ζεστό, τ’ άλογο σκύβει νά το εισπνέει.
Από τη σέλα το αίμα τ’ άναβάτου,
κι από τους χαλινούς, έφτασε κάτου.
Αγάλι αγάλι τ’ άλογο πηγαίνει,
αλλά το αίμα τρέχει καί πληθαίνει.
Οι τρείς ιππείς πηγαίνουν πλάι πλάι,
ο ένας στόν άλλο γέρνει κι ακουμπάει.
Στό πρόσωπο βλέπουν ο ένας τον άλλο,
και λένε μ' αναστεναγμό μεγάλο :
- Από μιά κόρη τρυφερά αγαπούμαι,
γι’ αυτό τώρα πεθαίνοντας λυπούμαι.
- Έχω χτήματα πολλά, σπίτια, δάση,
κι η νύχτα έτσι νωρίς θά μέ σκεπάσει.
- Δέν έχω πάρεξ τό Θεό του κόσμον,
μά πόσο με φοβίζει ο θάνατός μου !
Και καθώς μέ τ’ άλογα προχωρούνε,
τρία κοράκια γύρω τους πετούνε.
Τούς μοιράζονται, κρώζοντας καθένα :
- Δικοί σας οι δυό, κι ο τρίτος εμένα.
τρεις ιππείς επιστρέφουνε μονάχοι.
Από βαθιές πληγές τό αίμα ρέει
ζεστό, τ’ άλογο σκύβει νά το εισπνέει.
Από τη σέλα το αίμα τ’ άναβάτου,
κι από τους χαλινούς, έφτασε κάτου.
Αγάλι αγάλι τ’ άλογο πηγαίνει,
αλλά το αίμα τρέχει καί πληθαίνει.
Οι τρείς ιππείς πηγαίνουν πλάι πλάι,
ο ένας στόν άλλο γέρνει κι ακουμπάει.
Στό πρόσωπο βλέπουν ο ένας τον άλλο,
και λένε μ' αναστεναγμό μεγάλο :
- Από μιά κόρη τρυφερά αγαπούμαι,
γι’ αυτό τώρα πεθαίνοντας λυπούμαι.
- Έχω χτήματα πολλά, σπίτια, δάση,
κι η νύχτα έτσι νωρίς θά μέ σκεπάσει.
- Δέν έχω πάρεξ τό Θεό του κόσμον,
μά πόσο με φοβίζει ο θάνατός μου !
Και καθώς μέ τ’ άλογα προχωρούνε,
τρία κοράκια γύρω τους πετούνε.
Τούς μοιράζονται, κρώζοντας καθένα :
- Δικοί σας οι δυό, κι ο τρίτος εμένα.
"Lie Still, Sleep Becalmed" Dylan Thomas
Lie still, sleep becalmed, sufferer with the wound
In the throat, burning and turning. All night afloat
On the silent sea we have heard the sound
That came from the wound wrapped in the salt sheet.
Under the mile off moon we trembled listening
To the sea sound flowing like blood from the loud wound
And when the salt sheet broke in a storm of singing
The voices of all the drowned swam on the wind.
Open a pathway through the slow sad sail,
Throw wide to the wind the gates of the wandering boat
For my voyage to begin to the end of my wound,
We heard the sea sound sing, we saw the salt sheet tell.
Lie still, sleep becalmed, hide the mouth in the throat,
Or we shall obey, and ride with you through the drowned.
In the throat, burning and turning. All night afloat
On the silent sea we have heard the sound
That came from the wound wrapped in the salt sheet.
Under the mile off moon we trembled listening
To the sea sound flowing like blood from the loud wound
And when the salt sheet broke in a storm of singing
The voices of all the drowned swam on the wind.
Open a pathway through the slow sad sail,
Throw wide to the wind the gates of the wandering boat
For my voyage to begin to the end of my wound,
We heard the sea sound sing, we saw the salt sheet tell.
Lie still, sleep becalmed, hide the mouth in the throat,
Or we shall obey, and ride with you through the drowned.
"Ολα θα σβυσουν μια μερα..." Μαρια Πολυδουρη
Ὅλα θὰ σβήσουν καὶ τοῦ ἥλιου ἡ πλανεμένη ἀχτίδα
εἶνε ἡ στιγμὴ νὰ φύγη.
Πάλι ἡ βουβή μας κάμαρα χωρὶς καμμιὰν ἐλπίδα
τἄδεια μας μάτια σμίγει.
Κι᾿ ἀπόψε ἡ νύχτα θὰ διαβῆ μὲ τὴν τρελλή μου σκέψη,
ὅλη φιλιὰ καὶ δάκρι
καὶ θὰ μᾶς εὕρη ἡ αὐγή, νεκροὺς ποὺ θἄχουν ἐπιστρέψει
σὲ μιᾶς ζωῆς στὴν ἄκρη.
Ὅ, τι μάταιο στὶς μέρες μου μπαίνει πιὸ μάταιες ποὖνε
μὲ φόβο τὸ κοιτάζεις.
Ἔξω στὸν κῆπο ἀπὸ χαρὰ τἄνθη λιγοθυμοῦνε.
Σὰν τί χαρά μου τάζεις.
κι᾿ ὅλο γυρίζω τὴ ματιὰ στὴν ἄψυχή σου εἰκόνα
Διάδημα ἀπ᾿ ἄσπρο φῶς
σοῦ γίνεται τοῦ βάζου μου ἡ ἐαρινὴ κορῶνα,
τῆς μυγδαλιᾶς ὁ ἀνθός.
Κ᾿ ἔτσι γλυκαίνει σου ἡ μορφὴ καὶ στὸ ἄρωμα ἡ καρδιά μου,
ποὺ σὰ νὰ καρτερῶ
νὰ σὲ λυγίζουν τὰ βαριὰ μύρα ναρθῆς κοντά μου,
ναρθῆς μὲ τὸν καιρό.
Εἶμαι τρελλὴ νὰ σ᾿ ἀγαπῶ, ἀφοῦ πιὰ ἔχεις πεθάνει,
νὰ λυώνω στὴ λαχτάρα τῶν φιλιῶν,
νὰ νοιώθω τώρα πὼς αὐτὸ ποὺ μοὔδωσες δὲ φτάνει,
δὲ φτάνει ἡ δρόσος τῶν παλιῶν.
Μὲ μίαν ἀσίγαστη μανία νὰ θέλω ὅ, τι μοῦ λείπει,
νὰ θέλω ὅ, τι μοῦ κράτησες κρυφὸ
κ᾿ ἔτσι νὰ δέρνωμαι μ᾿ αὐτὸ τὸ μάταιο καρδιοχτύπι.
Στὰ μάτια σου τὴν τρέλλα νὰ ρουφῶ.
Τί θ᾿ ἀπογίνω, ἀγαπημένε, ποὺ θὰ σὲ ζητήσω;
Ἄλλοτε οἱ μέρες φεύγανε στὴν προσμονή σου σκιές.
Αἰῶνες καρτερώντας σε μποροῦσα νὰ διανύσω,
μὲ τὄνειρό σου οἱ πίκρες μου γλυκιές.
Ποῦ νἆσαι; Τί ναπόμεινε ἀπὸ σὲ νὰ τὸ ζητήσω;
Ποῦ νἆναι τὸ στερνό μου αὐτὸ ἀγαθό;
Ὤ, δὲν μπορεῖ μία ὁλόκληρη ζωὴ γι᾿ αὐτὸ νὰ ζήσω
καὶ μάταια καρτερώντας νὰ χαθῶ.
Ἄνοιξη! Ὁ ἥλιος χρυσαφιοῦ πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντοῦ καὶ σἀγαπῶ, σὲ καρτερῶ.
Βραδύνεις κ᾿ ὑποψιάζομαι, ζηλεύω, δὲ σοῦ πῆρα
ὅλης σου τῆς ψυχῆς τὸ θησαυρό.
Τὰ λόγια σου! Ὢ τὰ λόγια σου, μία ὑπόσχεση ποὺ καίει
μία ὑπόσχεση ποὺ ἀργεῖ πολὺ ναρθῆ.
Τ᾿ ἀκούω παντοῦ, δὲν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει ἡ ἀγάπη σου, προτοῦ μοιραῖα χαθῆ.
Τὰ λόγια σου μὲ μέθυσαν τὴ μέθη τοῦ θανάτου
κι᾿ ἀκόμα δὲν ἐσίγασαν. Μιλοῦν
καὶ μὲ τρελλαίνουν, μὲ μεθοῦν, μὲ φέρνουν πιὸ σιμά σου,
ἐνῶ πιὸ ἀκαταμάχητα στὴν ὕπαρξη καλοῦν.
Ἀγαπημένε, ἂν τὴ ζωὴ τὴ δώσω πίσω, ᾿πέ μου,
τί θὰ ὠφελήση, ἀφοῦ δὲ θὰ σὲ βρῶ;
Δὲ λογαριάζω τὴ ζωή, μὰ πὼς μπορεῖ, καλέ μου,
νὰ σβήση πιὰ ἡ ἀγάπη μου; Καὶ νὰ μὴ σ᾿ ἀγαπῶ,
ἐνῶ θἄναι Ἄνοιξη παντοῦ ποὺ ἀκούστηκε ἡ φωνή μας
νὰ ἐπικαλῆται τὸν αἰώνιον ἔρωτα καὶ μεῖς
στεφάνι νὰ τοῦ πλέκουμε μὲ μόνο τὸ φιλί μας,
μέσα στὸ γιορτασμὸ λατρείας θερμῆς.
Ὤ, δὲ μοῦ δίνει ὁ θάνατος καμμιὰ καμμιὰν ἐλπίδα
καὶ μοῦ τὶς ἔσβησε ἡ Ζωὴ σὰ μία ψυχρὴ πνοή.
Τώρα μοῦ μένει στοῦ ἔρωτα τὴν ἄγρια καταιγίδα
νὰ ἰδῶ νὰ μετρηθοῦν γιὰ μὲ θάνατος καὶ ζωή.
" Το Πλέγμα " Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Στάζει κάθε τόσο
η βρύση στην αυλή
μοιραία σαν το θάνατο του Καίσαρα.
Και τα δυό είναι μέρη του πλέγματος
που αγκαλιάζει
τον ατέρμονα και άναρχο κύκλο,
της Φοινίκης την άγκυρα,
τον πρώτο λύκο και το πρώτο αρνί,
την ημερομηνία του θανάτου μου
και το χαμένο θεώρημα του Φερμά*.
Τούτο το σιδερένιο υφάδι
οι στωικοί το θεωρούσαν πύρινο
που πεθαίνει και ξαναγεννίεται σαν τον Φοίνικα.
Είναι το μέγα δέντρο των αιτίων
και των συνεπειών που διακλαδίζονται,
στα φύλλα του βρίσκεται η Ρώμη και η Χαλδαία
και όσα βλέπουν τα κεφάλια του Ιανού.
Το σύμπαν είναι ένα από τα ονόματα του.
Κανείς δεν το 'χει δει ποτέ
ούτε μπορεί όμως να δει και τίποτ' άλλο.
η βρύση στην αυλή
μοιραία σαν το θάνατο του Καίσαρα.
Και τα δυό είναι μέρη του πλέγματος
που αγκαλιάζει
τον ατέρμονα και άναρχο κύκλο,
της Φοινίκης την άγκυρα,
τον πρώτο λύκο και το πρώτο αρνί,
την ημερομηνία του θανάτου μου
και το χαμένο θεώρημα του Φερμά*.
Τούτο το σιδερένιο υφάδι
οι στωικοί το θεωρούσαν πύρινο
που πεθαίνει και ξαναγεννίεται σαν τον Φοίνικα.
Είναι το μέγα δέντρο των αιτίων
και των συνεπειών που διακλαδίζονται,
στα φύλλα του βρίσκεται η Ρώμη και η Χαλδαία
και όσα βλέπουν τα κεφάλια του Ιανού.
Το σύμπαν είναι ένα από τα ονόματα του.
Κανείς δεν το 'χει δει ποτέ
ούτε μπορεί όμως να δει και τίποτ' άλλο.
Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013
"Asking for Roses" Robert Frost
A house that lacks, seemingly, mistress and master,
With doors that none but the wind ever closes,
Its floor all littered with glass and with plaster;
It stands in a garden of old-fashioned roses.
I pass by that way in the gloaming with Mary;
'I wonder,' I say, 'who the owner of those is.'
'Oh, no one you know,' she answers me airy,
'But one we must ask if we want any roses.'
So we must join hands in the dew coming coldly
There in the hush of the wood that reposes,
And turn and go up to the open door boldly,
And knock to the echoes as beggars for roses.
'Pray, are you within there, Mistress Who-were-you?'
'Tis Mary that speaks and our errand discloses.
'Pray, are you within there? Bestir you, bestir you!
'Tis summer again; there's two come for roses.
'A word with you, that of the singer recalling--
Old Herrick: a saying that every maid knows is
A flower unplucked is but left to the falling,
And nothing is gained by not gathering roses.'
We do not loosen our hands' intertwining
(Not caring so very much what she supposes),
There when she comes on us mistily shining
And grants us by silence the boon of her roses.
With doors that none but the wind ever closes,
Its floor all littered with glass and with plaster;
It stands in a garden of old-fashioned roses.
I pass by that way in the gloaming with Mary;
'I wonder,' I say, 'who the owner of those is.'
'Oh, no one you know,' she answers me airy,
'But one we must ask if we want any roses.'
So we must join hands in the dew coming coldly
There in the hush of the wood that reposes,
And turn and go up to the open door boldly,
And knock to the echoes as beggars for roses.
'Pray, are you within there, Mistress Who-were-you?'
'Tis Mary that speaks and our errand discloses.
'Pray, are you within there? Bestir you, bestir you!
'Tis summer again; there's two come for roses.
'A word with you, that of the singer recalling--
Old Herrick: a saying that every maid knows is
A flower unplucked is but left to the falling,
And nothing is gained by not gathering roses.'
We do not loosen our hands' intertwining
(Not caring so very much what she supposes),
There when she comes on us mistily shining
And grants us by silence the boon of her roses.
"Put Out My Eyes" Rainer Maria Rilke
Put out my eyes, and I can see you still,
Slam my ears to, and I can hear you yet;
And without any feet can go to you;
And tongueless, I can conjure you at will.
Break off my arms, I shall take hold of you
And grasp you with my heart as with a hand;
Arrest my heart, my brain will beat as true;
And if you set this brain of mine afire,
Then on my blood-stream I yet will carry you.
Slam my ears to, and I can hear you yet;
And without any feet can go to you;
And tongueless, I can conjure you at will.
Break off my arms, I shall take hold of you
And grasp you with my heart as with a hand;
Arrest my heart, my brain will beat as true;
And if you set this brain of mine afire,
Then on my blood-stream I yet will carry you.
"Μπες μέσα στο μυαλό μου..." Bouguereau William Adolphe
.
Μπες μέσα στο μυαλό μου.
Άνοιξε όλα τα παράθυρα.
Γέμισε το με γλυκές ανοιξιάτικες μυρωδιές.
Στόλισε το με ήσυχες καλοκαιρινές εικόνες.
Πάρ' το απ' το χέρι και περπάτησε το σε ήρεμους δρόμους.
Κουράστηκα.
Αφήνομαι.
Κράτησε με.
Διώξε από μέσα του ό,τι με ταλαιπωρεί.
Απομάκρυνε ό,τι με πληγώνει.
Κάντο για μένα.
Χάρη στο ζήτω.
Αγάπησε με αν μπορείς.
Αν θέλεις.
Λύτρωσε με από μένα.
Χάρη δεν μου χρωστάω.
Τα μάτια μου κλείνουν.
Έλα στο μαξιλάρι μου και κατάκτησε με.
Δεν θα σου αντιταθώ.
Βαλε με να σου υποσχεθώ ό,τι θες.
Άνευ όρων παράδοση. Θα το κάνω.
Μην γελάς.
Απλά ένα να προσέξεις.
Ότι δεν ξέρω να αγαπώ ...
Μπες μέσα στο μυαλό μου.
Άνοιξε όλα τα παράθυρα.
Γέμισε το με γλυκές ανοιξιάτικες μυρωδιές.
Στόλισε το με ήσυχες καλοκαιρινές εικόνες.
Πάρ' το απ' το χέρι και περπάτησε το σε ήρεμους δρόμους.
Κουράστηκα.
Αφήνομαι.
Κράτησε με.
Διώξε από μέσα του ό,τι με ταλαιπωρεί.
Απομάκρυνε ό,τι με πληγώνει.
Κάντο για μένα.
Χάρη στο ζήτω.
Αγάπησε με αν μπορείς.
Αν θέλεις.
Λύτρωσε με από μένα.
Χάρη δεν μου χρωστάω.
Τα μάτια μου κλείνουν.
Έλα στο μαξιλάρι μου και κατάκτησε με.
Δεν θα σου αντιταθώ.
Βαλε με να σου υποσχεθώ ό,τι θες.
Άνευ όρων παράδοση. Θα το κάνω.
Μην γελάς.
Απλά ένα να προσέξεις.
Ότι δεν ξέρω να αγαπώ ...
"She Walks In Beauty" Lord Byron
Βαδίζει μες στην ομορφιά, όπως η νύχτα
στον ανέφελο ουρανό που φωτίζεται από τα άστρα
στο βλέμμα και στην μορφή της φοράει
ό,τι πιο υπέροχο, λαμπερό και σκοτεινό
διυλισμένο στο απαλό φως,
που ο παράδεισος δεν επιτρέπει στην αυθάδικη την ημέρα
Μία λιγότερη αχτίδα, μια περισσότερη σκιά,
την ανείπωτη της χάρη θα χαλούσαν,
εκείνη που κυματίζει σε κάθε πλεξούδα
ή που φωτίζει απαλά το πρόσωπο της
εκεί που οι σκέψεις της εκφράζονται με τόση γλύκα
πόσο αγνός, πόσο αγαπημένος είναι ο τόπος που κατοικούν
Σε αυτό εδώ το μάγουλο, πάνω από αυτό το φρύδι
ήρεμα κι απαλά, αλλά τόσο εκφραστικά,
τα χαμόγελα που νικούν, τα χρώματα που αστράφτουν
που εξιστορούν ημέρες με τόση καλοσύνη
τον νου που βρίσκεται σε ηρεμία με όλα αυτά
μια καρδιά με τόσο αθώα αγάπη…
στον ανέφελο ουρανό που φωτίζεται από τα άστρα
στο βλέμμα και στην μορφή της φοράει
ό,τι πιο υπέροχο, λαμπερό και σκοτεινό
διυλισμένο στο απαλό φως,
που ο παράδεισος δεν επιτρέπει στην αυθάδικη την ημέρα
Μία λιγότερη αχτίδα, μια περισσότερη σκιά,
την ανείπωτη της χάρη θα χαλούσαν,
εκείνη που κυματίζει σε κάθε πλεξούδα
ή που φωτίζει απαλά το πρόσωπο της
εκεί που οι σκέψεις της εκφράζονται με τόση γλύκα
πόσο αγνός, πόσο αγαπημένος είναι ο τόπος που κατοικούν
Σε αυτό εδώ το μάγουλο, πάνω από αυτό το φρύδι
ήρεμα κι απαλά, αλλά τόσο εκφραστικά,
τα χαμόγελα που νικούν, τα χρώματα που αστράφτουν
που εξιστορούν ημέρες με τόση καλοσύνη
τον νου που βρίσκεται σε ηρεμία με όλα αυτά
μια καρδιά με τόσο αθώα αγάπη…
Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013
" Ceremony" Richard Wilbur
A striped blouse in a clearing by Bazille
Is, you may say, a patroness of boughs
Too queenly kind toward nature to be kin.
But ceremony never did conceal,
Save to the silly eye, which all allows,
How much we are the woods we wander in.
Let her be some Sabrina fresh from stream,
Lucent as shallows slowed by wading sun,
Bedded on fern, the flowers’ cynosure:
Then nymph and wood must nod and strive to dream
That she is airy earth, the trees, undone,
Must ape her languor natural and pure.
Ho-hum. I am for wit and wakefulness,
And love this feigning lady by Bazille.
What's lightly hid is deepest understood,
And when with social smile and formal dress
She teaches leaves to curtsey and quadrille,
I think there are most tigers in the wood.
"It’s Like This" Stephen Dobyns
Each morning the man rises from bed because the invisible
cord leading from his neck to someplace in the dark,
the cord that makes him always dissatisfied,
has been wound tighter and tighter until he wakes.
He greets his family, looking for himself in their eyes,
but instead he sees shorter or taller men, men with
different degrees of anger or love, the kind of men
that people who hardly know him often mistake
for him, leaving a movie or running to catch a bus.
He has a job that he goes to. It could be at a bank
or a library or turning a piece of flat land
into a ditch. All day something that refuses to
show itself hovers at the corner of his eye,
like a name he is trying to remember, like
expecting a touch on the shoulder, as if someone
were about to embrace him, a woman in a blue dress
whom he has never met, would never meet again.
And it seems the purpose of each day’s labor
is simply to bring this mystery to focus. He can
almost describe it, as if it were a figure at the edge
of a burning field with smoke swirling around it
like white curtains shot full of wind and light.
When he returns home, he studies the eyes of his family to see
what person he should be that evening. He wants to say:
All day I have been listening, all day I have felt
I stood on the brink of something amazing.
But he says nothing, and his family walks around him
as if he were a stick leaning against a wall.
Late in the evening the cord around his neck draws him to bed.
He is consoled by the coolness of sheets, pressure
of blankets. He turns to the wall, and as water
drains from a sink so his daily mind slips from him.
Then sleep rises before him like a woman in a blue dress,
and darkness puts its arms around him, embracing him.
Be true to me, it says, each night you belong to me more,
until at last I lift you up and wrap you within me.
cord leading from his neck to someplace in the dark,
the cord that makes him always dissatisfied,
has been wound tighter and tighter until he wakes.
He greets his family, looking for himself in their eyes,
but instead he sees shorter or taller men, men with
different degrees of anger or love, the kind of men
that people who hardly know him often mistake
for him, leaving a movie or running to catch a bus.
He has a job that he goes to. It could be at a bank
or a library or turning a piece of flat land
into a ditch. All day something that refuses to
show itself hovers at the corner of his eye,
like a name he is trying to remember, like
expecting a touch on the shoulder, as if someone
were about to embrace him, a woman in a blue dress
whom he has never met, would never meet again.
And it seems the purpose of each day’s labor
is simply to bring this mystery to focus. He can
almost describe it, as if it were a figure at the edge
of a burning field with smoke swirling around it
like white curtains shot full of wind and light.
When he returns home, he studies the eyes of his family to see
what person he should be that evening. He wants to say:
All day I have been listening, all day I have felt
I stood on the brink of something amazing.
But he says nothing, and his family walks around him
as if he were a stick leaning against a wall.
Late in the evening the cord around his neck draws him to bed.
He is consoled by the coolness of sheets, pressure
of blankets. He turns to the wall, and as water
drains from a sink so his daily mind slips from him.
Then sleep rises before him like a woman in a blue dress,
and darkness puts its arms around him, embracing him.
Be true to me, it says, each night you belong to me more,
until at last I lift you up and wrap you within me.
Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013
"Ὕμνος Στὸν Ἑωσφόρο Τὸ Ἄστρο" Ἄγγελος Σικελιανός
Ἦρτε γυναίκα ἀπ᾿ τὰ βουνά, σκιρτώντας
σὰν ἀλαφίνα, σειώντας τὰ μαλλιά της
σὰ νέο λιοντάρι καὶ στὴν ἀγκαλιά της,
σὰ μὲ ψηλὸ κρατώντας τη ζωνάρι,
σὲ μυστικὸ κανίσκι, τὴ καρδιά της,
ἦρτε γυναίκα πού ῾χε στὴ ποδιά της,
σὰ τὸ μαυροαίματο λαγὸ ποὺ τρέμει
κι ἀπό ῾να φύλλο, τὴν ἀποθυμιά της
κι ἦρτε σ᾿ ἐμὲ ὁλόϊσα, σὰν οἱ ἀνέμοι
στὸ μοναχὸ τὸ δέντρο, ποὺ βιγλίζει
τεράστιο σὲ κορφὴ καὶ συνορίζει
τὰ σύμπαντα καὶ ξάφνου βοὴ νὰ γέμει
προφητικὴ τὸν οὐρανὸν ἀρχίζει
κι ἦρτε καὶ μ᾿ ηὗρε κι ὅταν πλημμυρίζει
ποτάμι, στὴν ὀχτιά του, τὸ πλατάνι
τὸ δυνατὸ καὶ γύρα του, ἀφρισμένο,
μετράει τὴ δύναμή του καὶ τὸ κάνει
νὰ σαλεύει ἀπ᾿ τὴ ρίζα, εὐτυχισμένο,
ἦρτε ἡ γυναίκα ποὺ προσδόκαα τώρα
-κι ἀνήξερα- καιρό, κρυφά, μονάχος,
στὴ κορυφὴ τοῦ πόθου μου σὰ βράχος
κι ἦρτε γιὰ πάντα κι ἦρτε σὰν ἡ μπόρα...
σὰν ἀλαφίνα, σειώντας τὰ μαλλιά της
σὰ νέο λιοντάρι καὶ στὴν ἀγκαλιά της,
σὰ μὲ ψηλὸ κρατώντας τη ζωνάρι,
σὲ μυστικὸ κανίσκι, τὴ καρδιά της,
ἦρτε γυναίκα πού ῾χε στὴ ποδιά της,
σὰ τὸ μαυροαίματο λαγὸ ποὺ τρέμει
κι ἀπό ῾να φύλλο, τὴν ἀποθυμιά της
κι ἦρτε σ᾿ ἐμὲ ὁλόϊσα, σὰν οἱ ἀνέμοι
στὸ μοναχὸ τὸ δέντρο, ποὺ βιγλίζει
τεράστιο σὲ κορφὴ καὶ συνορίζει
τὰ σύμπαντα καὶ ξάφνου βοὴ νὰ γέμει
προφητικὴ τὸν οὐρανὸν ἀρχίζει
κι ἦρτε καὶ μ᾿ ηὗρε κι ὅταν πλημμυρίζει
ποτάμι, στὴν ὀχτιά του, τὸ πλατάνι
τὸ δυνατὸ καὶ γύρα του, ἀφρισμένο,
μετράει τὴ δύναμή του καὶ τὸ κάνει
νὰ σαλεύει ἀπ᾿ τὴ ρίζα, εὐτυχισμένο,
ἦρτε ἡ γυναίκα ποὺ προσδόκαα τώρα
-κι ἀνήξερα- καιρό, κρυφά, μονάχος,
στὴ κορυφὴ τοῦ πόθου μου σὰ βράχος
κι ἦρτε γιὰ πάντα κι ἦρτε σὰν ἡ μπόρα...
"Τὸ παράπονο (ἀπόσπασμα)" Οδυσσεας Ελυτης
Ἀναρωτιέμαι μερικὲς φορές: εἶμαι ἐγὼ ποὺ σκέφτομαι καθημερινὰ πὼς ἡ ζωή μου εἶναι
μία; Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι τὸ ξεχνοῦν; Ἢ πιστεύουν πὼς θὰ ἔχουν κι ἄλλες, πολλὲς ζωές,
γιὰ νὰ κερδίσουν τὸν χρόνο ποὺ σπαταλοῦν;
Μοῦτρα. Ν᾿ ἀντικρίζεις τὴ ζωὴ μὲ μοῦτρα. Τὴ μέρα, τὴν κάθε σου μέρα. Νὰ περιμένεις τὴν Παρασκευὴ ποὺ θὰ φέρει τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ γιὰ νὰ ζήσεις. Κι ὕστερα νὰ μὴ φτάνει οὔτε κι αὐτό, νὰ χρειάζεται νὰ περιμένεις τὶς διακοπές. Καὶ μετὰ οὔτε κι αὐτὲς νὰ εἶναι ἀρκετές. Νὰ περιμένεις μεγάλες στιγμές. Νὰ μὴν τὶς ἐπιδιώκεις, νὰ τὶς περιμένεις.
Κι ὕστερα νὰ λὲς πὼς εἶσαι ἄτυχος καὶ πὼς ἡ ζωὴ ἦταν ἄδικη μαζί σου.
Καὶ νὰ μὴ βλέπεις πὼς ἀκριβῶς δίπλα σου συμβαίνουν ἀληθινὲς δυστυχίες ποὺ ἡ ζωὴ κλήρωσε σὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Σ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν τὸ βάζουν κάτω καὶ ἀγωνίζονται. Καὶ νὰ μὴν μαθαίνεις ἀπὸ τὸ μάθημά τους. Καὶ νὰ μὴ νιώθεις καμία φορὰ εὐλογημένος ποὺ μπορεῖς νὰ χαίρεσαι τρία πράγματα στὴ ζωή σου, τὴν καλὴ ὑγεία, δύο φίλους, μιὰ ἀγάπη, μιὰ δουλειά, μιὰ δραστηριότητα ποὺ σὲ κάνει νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι δημιουργεῖς, ὅτι ἔχει λόγο ἡ ὕπαρξή σου.
Νὰ κλαίγεσαι ποὺ δὲν ἔχεις πολλά. Ποὺ κι ἂν τὰ εἶχες, θὰ ἤθελες περισσότερα. Νὰ πιστεύεις ὅτι τὰ ξέρεις ὅλα καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς. Νὰ μαζεύεις λύπες καὶ ἀπελπισίες, νὰ ξυπνᾶς κάθε μέρα ἀκόμη πιὸ βαρύς. Λὲς καὶ ὁ χρόνος σου εἶναι ἀπεριόριστος.
Κάθε μέρα προσπαθῶ νὰ μπῶ στὴ θέση σου. Κάθε μέρα ἀποτυγχάνω. Γιατὶ ἀγαπάω ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὴ ζωή. Καὶ ποὺ ἡ λύπη τους εἶναι ἡ δύναμή τους. Ποὺ κοιτάζουν μὲ μάτια ἄδολα καὶ ἀθῷα, ἀκόμα κι ἂν πέρασε ὁ χρόνος ἀδυσώπητος ἀπὸ πάνω τους. Ποὺ γνωρίζουν ὅτι δὲν τὰ ξέρουν ὅλα, γιατὶ δὲν μαθαίνονται ὅλα.
Ποὺ στύβουν τὸ λίγο καὶ βγάζουν τὸ πολύ. Γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ γιὰ ὅσους ἀγαποῦν. Καὶ δὲν κουράζονται νὰ ἀναζητοῦν τὴν ὀμορφιὰ στὴν κάθε μέρα, στὰ χαμόγελα τῶν ἀνθρώπων, στὰ χάδια τῶν ζώων, σὲ μιὰ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία, σὲ μιὰ πολύχρωμη μπουγάδα.
Ὅσο κι ἂν κανεὶς προσέχει
ὅσο κι ἂν τὸ κυνηγᾶ
πάντα, πάντα θά ῾ναι ἀργά,
δεύτερη ζωὴ δὲν ἔχει.
Μοῦτρα. Ν᾿ ἀντικρίζεις τὴ ζωὴ μὲ μοῦτρα. Τὴ μέρα, τὴν κάθε σου μέρα. Νὰ περιμένεις τὴν Παρασκευὴ ποὺ θὰ φέρει τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ γιὰ νὰ ζήσεις. Κι ὕστερα νὰ μὴ φτάνει οὔτε κι αὐτό, νὰ χρειάζεται νὰ περιμένεις τὶς διακοπές. Καὶ μετὰ οὔτε κι αὐτὲς νὰ εἶναι ἀρκετές. Νὰ περιμένεις μεγάλες στιγμές. Νὰ μὴν τὶς ἐπιδιώκεις, νὰ τὶς περιμένεις.
Κι ὕστερα νὰ λὲς πὼς εἶσαι ἄτυχος καὶ πὼς ἡ ζωὴ ἦταν ἄδικη μαζί σου.
Καὶ νὰ μὴ βλέπεις πὼς ἀκριβῶς δίπλα σου συμβαίνουν ἀληθινὲς δυστυχίες ποὺ ἡ ζωὴ κλήρωσε σὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Σ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν τὸ βάζουν κάτω καὶ ἀγωνίζονται. Καὶ νὰ μὴν μαθαίνεις ἀπὸ τὸ μάθημά τους. Καὶ νὰ μὴ νιώθεις καμία φορὰ εὐλογημένος ποὺ μπορεῖς νὰ χαίρεσαι τρία πράγματα στὴ ζωή σου, τὴν καλὴ ὑγεία, δύο φίλους, μιὰ ἀγάπη, μιὰ δουλειά, μιὰ δραστηριότητα ποὺ σὲ κάνει νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι δημιουργεῖς, ὅτι ἔχει λόγο ἡ ὕπαρξή σου.
Νὰ κλαίγεσαι ποὺ δὲν ἔχεις πολλά. Ποὺ κι ἂν τὰ εἶχες, θὰ ἤθελες περισσότερα. Νὰ πιστεύεις ὅτι τὰ ξέρεις ὅλα καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς. Νὰ μαζεύεις λύπες καὶ ἀπελπισίες, νὰ ξυπνᾶς κάθε μέρα ἀκόμη πιὸ βαρύς. Λὲς καὶ ὁ χρόνος σου εἶναι ἀπεριόριστος.
Κάθε μέρα προσπαθῶ νὰ μπῶ στὴ θέση σου. Κάθε μέρα ἀποτυγχάνω. Γιατὶ ἀγαπάω ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὴ ζωή. Καὶ ποὺ ἡ λύπη τους εἶναι ἡ δύναμή τους. Ποὺ κοιτάζουν μὲ μάτια ἄδολα καὶ ἀθῷα, ἀκόμα κι ἂν πέρασε ὁ χρόνος ἀδυσώπητος ἀπὸ πάνω τους. Ποὺ γνωρίζουν ὅτι δὲν τὰ ξέρουν ὅλα, γιατὶ δὲν μαθαίνονται ὅλα.
Ποὺ στύβουν τὸ λίγο καὶ βγάζουν τὸ πολύ. Γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ γιὰ ὅσους ἀγαποῦν. Καὶ δὲν κουράζονται νὰ ἀναζητοῦν τὴν ὀμορφιὰ στὴν κάθε μέρα, στὰ χαμόγελα τῶν ἀνθρώπων, στὰ χάδια τῶν ζώων, σὲ μιὰ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία, σὲ μιὰ πολύχρωμη μπουγάδα.
Ὅσο κι ἂν κανεὶς προσέχει
ὅσο κι ἂν τὸ κυνηγᾶ
πάντα, πάντα θά ῾ναι ἀργά,
δεύτερη ζωὴ δὲν ἔχει.
Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013
"Always" Pablo Neruda
I am not jealous
of what came before me.
Come with a man
on your shoulders,
come with a hundred men in your hair,
come with a thousand men between your breasts and your feet,
come like a river
full of drowned men
which flows down to the wild sea,
to the eternal surf, to Time!
Bring them all
to where I am waiting for you;
we shall always be alone,
we shall always be you and I
alone on earth,
to start our life!
of what came before me.
Come with a man
on your shoulders,
come with a hundred men in your hair,
come with a thousand men between your breasts and your feet,
come like a river
full of drowned men
which flows down to the wild sea,
to the eternal surf, to Time!
Bring them all
to where I am waiting for you;
we shall always be alone,
we shall always be you and I
alone on earth,
to start our life!
"Evil" Arthur Rimbaud
While the red-stained mouths of machine guns ring
Across the infinite expanse of day;
While red or green, before their posturing King,
The massed battalions break and melt away;
And while a monstrous frenzy runs a course
That makes of a thousand men a smoking pile-
Poor fools! - dead, in summer, in the grass,
On Nature's breast, who meant these men to smile;
There is a God, who smiles upon us through
The gleam of gold, the incense-laden air,
Who drowses in a cloud of murmured prayer,
And only wakes when weeping mothers bow
Themselves in anguish, wrapped in old black shawls-
And their last small coin into his coffer falls.
Across the infinite expanse of day;
While red or green, before their posturing King,
The massed battalions break and melt away;
And while a monstrous frenzy runs a course
That makes of a thousand men a smoking pile-
Poor fools! - dead, in summer, in the grass,
On Nature's breast, who meant these men to smile;
There is a God, who smiles upon us through
The gleam of gold, the incense-laden air,
Who drowses in a cloud of murmured prayer,
And only wakes when weeping mothers bow
Themselves in anguish, wrapped in old black shawls-
And their last small coin into his coffer falls.
"ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΜΗΤΕ Ο ΕΡΩΤΑΣ… " Κ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Τώρα που μήτε ο έρωτας μήτε η φιλία τής φέρνει,
μήτε κι αυτό το μίσος μου, παρηγοριάν, α, πώς
η ώριμη θλίψη μου κατά τα περασμένα γέρνει,
της νιότης μου καρπός!
Χορδή η καρδιά μου δέχονταν το Μάρτη ανατριχίλα. Ακόμα με συνέπαιρνε γλυκιά μια συλλογή όταν το νέο Φθινόπωρο με μαραμένα φύλλα εράντιζε τη γη.
Μια πεταλούδα επέταγε και την ακολουθούσα· ήταν η απάρθενη ζωή μου, η ζωή του κόσμου, η μια. Ο νους μου σάμπως ξύπνημα τη χαραυγή. Και η Μούσα μού άγγιζε τα μαλλιά.
Δώστε μου τα παιδιάτικα χρόνια μου πὄχουν γίνει στην ηρεμία του δειλινού χρυσός, ωραίος καπνός, τα χρόνια που ’ρθανε χαρά, πέρασαν καλοσύνη, κι έφυγαν ουρανός.
Βάλετε πάλι στο πικρό χείλος μου την αχτίδα, στα μάτια την ανθρώπινη και θεία σταλαγματιά. Εξωτικό μπλάβο πουλί, φέρετε την ελπίδα, χαμένη τώρα πια.
Και στο χλωμό μου μέτωπο για λίγο κάμετε ώστε χίμαιρες, οραματισμοί σαν άστρα να κυλούν. Οι άγγελοι να διατάζουνε, κι από τα τέμπλεα δώστε οι θεοί να μου γελούν.
Ύστερα, στο κορύφωμα του απελπισμένου δρόμου, ας ήτανε ανατέλλοντα τα μάτια σου να ιδώ, πρώτη αγαπούλα, και να κράταες άνθος τ’ όνειρό μου, τ’ όνειρο που μαδώ.
Α, πώς η λύπη μου κατά τα περασμένα στρέφει! 30 Όμοια και η νύχτα πάντοτε γυρίζει στο πρωί. Α, πώς τα χρόνια σαν καπνός εχάθηκαν, σα νέφη, σαν πάχνη, σα ζωή!
Χορδή η καρδιά μου δέχονταν το Μάρτη ανατριχίλα. Ακόμα με συνέπαιρνε γλυκιά μια συλλογή όταν το νέο Φθινόπωρο με μαραμένα φύλλα εράντιζε τη γη.
Μια πεταλούδα επέταγε και την ακολουθούσα· ήταν η απάρθενη ζωή μου, η ζωή του κόσμου, η μια. Ο νους μου σάμπως ξύπνημα τη χαραυγή. Και η Μούσα μού άγγιζε τα μαλλιά.
Δώστε μου τα παιδιάτικα χρόνια μου πὄχουν γίνει στην ηρεμία του δειλινού χρυσός, ωραίος καπνός, τα χρόνια που ’ρθανε χαρά, πέρασαν καλοσύνη, κι έφυγαν ουρανός.
Βάλετε πάλι στο πικρό χείλος μου την αχτίδα, στα μάτια την ανθρώπινη και θεία σταλαγματιά. Εξωτικό μπλάβο πουλί, φέρετε την ελπίδα, χαμένη τώρα πια.
Και στο χλωμό μου μέτωπο για λίγο κάμετε ώστε χίμαιρες, οραματισμοί σαν άστρα να κυλούν. Οι άγγελοι να διατάζουνε, κι από τα τέμπλεα δώστε οι θεοί να μου γελούν.
Ύστερα, στο κορύφωμα του απελπισμένου δρόμου, ας ήτανε ανατέλλοντα τα μάτια σου να ιδώ, πρώτη αγαπούλα, και να κράταες άνθος τ’ όνειρό μου, τ’ όνειρο που μαδώ.
Α, πώς η λύπη μου κατά τα περασμένα στρέφει! 30 Όμοια και η νύχτα πάντοτε γυρίζει στο πρωί. Α, πώς τα χρόνια σαν καπνός εχάθηκαν, σα νέφη, σαν πάχνη, σα ζωή!
"ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ" Γιωργος Σεφερης
Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας
τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά
που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη βυθισμένη.
Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο τη μέρα τ’ όνομα τον τόπο και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.
Βρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα κοιτάζοντας τ’ αναδυόμενα νησιά κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν στον ύπνο τους, στον ύπνο μας. Εδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος της αδικίας.
Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη αγάπη στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν, δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης στην ωμοπλάτη· στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.
Βωμοί γκρεμισμένοι κι οι φίλοι ξεχασμένοι φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.
Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι που άγγιξε τον ορίζοντα. Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο και στέγνωσε η αγάπη μέσα σε τρύπιες ψυχές· όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις κύκλο τα πόδια θερισμένα κύκλο τα χέρια πεθαμένα κύκλο τα μάτια σκοτεινά· όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις το θάνατο που γύρευες δικό σου, ακούγοντας μια κραυγή ακόμη και του λύκου την κραυγή το δίκιο σου, άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν ξεκόλλησε απ’ τον άπιστο καιρό και βούλιαξε, βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.
Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο τη μέρα τ’ όνομα τον τόπο και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.
Βρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα κοιτάζοντας τ’ αναδυόμενα νησιά κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν στον ύπνο τους, στον ύπνο μας. Εδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος της αδικίας.
Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη αγάπη στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν, δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης στην ωμοπλάτη· στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.
Βωμοί γκρεμισμένοι κι οι φίλοι ξεχασμένοι φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.
Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι που άγγιξε τον ορίζοντα. Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο και στέγνωσε η αγάπη μέσα σε τρύπιες ψυχές· όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις κύκλο τα πόδια θερισμένα κύκλο τα χέρια πεθαμένα κύκλο τα μάτια σκοτεινά· όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις το θάνατο που γύρευες δικό σου, ακούγοντας μια κραυγή ακόμη και του λύκου την κραυγή το δίκιο σου, άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν ξεκόλλησε απ’ τον άπιστο καιρό και βούλιαξε, βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.
Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013
"Eulalie" E.A.POE
I dwelt alone
In a world of moan,
And my soul was a stagnant tide,
Till the fair and gentle Eulalie became my blushing bride-
Till the yellow-haired young Eulalie became my smiling bride.
Ah, less- less bright
The stars of the night
Than the eyes of the radiant girl!
That the vapor can make
With the moon-tints of purple and pearl,
Can vie with the modest Eulalie's most unregarded curl-
Can compare with the bright-eyed Eulalie's most humble and careless
curl.
Now Doubt- now Pain
Come never again,
For her soul gives me sigh for sigh,
And all day long
Shines, bright and strong,
Astarte within the sky,
While ever to her dear Eulalie upturns her matron eye-
While ever to her young Eulalie upturns her violet eye
In a world of moan,
And my soul was a stagnant tide,
Till the fair and gentle Eulalie became my blushing bride-
Till the yellow-haired young Eulalie became my smiling bride.
Ah, less- less bright
The stars of the night
Than the eyes of the radiant girl!
That the vapor can make
With the moon-tints of purple and pearl,
Can vie with the modest Eulalie's most unregarded curl-
Can compare with the bright-eyed Eulalie's most humble and careless
curl.
Now Doubt- now Pain
Come never again,
For her soul gives me sigh for sigh,
And all day long
Shines, bright and strong,
Astarte within the sky,
While ever to her dear Eulalie upturns her matron eye-
While ever to her young Eulalie upturns her violet eye
"Sunset" Howard Phillips Lovecraft
The cloudless day is richer at its close;
A golden glory settles on the lea;
Soft, stealing shadows hint of cool repose
To mellowing landscape, and to calming sea.
And in that nobler, gentler, lovelier light,
The soul to sweeter, loftier bliss inclines;
Freed form the noonday glare, the favour'd sight
Increasing grace in earth and sky divines.
But ere the purest radiance crowns the green,
Or fairest lustre fills th' expectant grove,
The twilight thickens, and the fleeting scene
Leaves but a hallow'd memory of love!
A golden glory settles on the lea;
Soft, stealing shadows hint of cool repose
To mellowing landscape, and to calming sea.
And in that nobler, gentler, lovelier light,
The soul to sweeter, loftier bliss inclines;
Freed form the noonday glare, the favour'd sight
Increasing grace in earth and sky divines.
But ere the purest radiance crowns the green,
Or fairest lustre fills th' expectant grove,
The twilight thickens, and the fleeting scene
Leaves but a hallow'd memory of love!
Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013
Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013
"Ομολογια ενοχης" Στέλιος Γεράνης
Ὅλοι μοῦ λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
γιατί σπανίως ἐννοοῦν τὰ πάμπολλά μου ἐγκλήματα.
Πὼς εἶμαι δήμιος, ἀσφαλῶς, δὲν τὸ πιστεύουν.
Μὰ ἐγὼ φοβᾶμαι. Γιατί• καλῶς γνωρίζω
πόσες ὡραῖες μου πράξεις καρατόμησα
πόσες φορὲς κλάδεψα τοὺς βλαστοὺς μου
πόσες φορὲς συναντήθηκα μὲ τὸν ἄλλο μου δαίμονα
κ' ἔστριψα
στὴ μικρὴ
σκοτεινὴ
πάροδο.
Ὅλοι μοῦ λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
γιατί δὲ βλέπουν
τὰ κρεμασμένα
στοὺς τοίχους
ὁμοιώματα
τὰ συνετὰ καὶ δίκαια ἔργα μου δὲ βλέπουν
ἔτσι καθὼς περνοῦν σκυφτὰ
τὶς πύλες τῶν φερέτρων μου.
Ὅταν χτυπάει ὁ ἄνεμος τὴν πόρτα μου
τρομάζω: Τώρα —λέω— ἔρχονται νὰ μὲ συλλάβουν
ἔρχονται νὰ μὲ ὑποχρεώσουν καὶ πάλι ν' ἀρνηθῶ
νὰ πῶ: Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὸν ποὺ ἐντός μου κατοικεῖ
δὲν τὸν γνωρίζω.
Ὅλοι μου λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
καὶ πὼς μπορῶ ἡσύχως ν' ἀναπαύομαι
νὰ περπατῶ ἀνενόχλητος στοὺς δρόμους
γιὰ τοὺς κοινοὺς κακούργους μὲ ἀπέχθεια νὰ μιλῶ
καὶ ν' ἀποσύρομαι χωρὶς
τὴν ἐντροπὴ τοῦ ἐνόχου.
Μὰ ἐγὼ δὲν ἀναπαύομαι. Τὶς νύχτες
μὲ κυκλώνουν οἱ σκιές. Ἄγρια φαντάσματα
καραδοκοῦν πίσω ἀπ' τὶς πόρτες μου.
Καὶ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι ὁ διαυγής
ὁ καθαρὸς καὶ ἀμόλυντος δὲν εἶμαι
κι ἂς μὴν ὑπάρχει στὰ χαρτιὰ
μιά καταδίκη
εἰς θάνατον.
γιατί σπανίως ἐννοοῦν τὰ πάμπολλά μου ἐγκλήματα.
Πὼς εἶμαι δήμιος, ἀσφαλῶς, δὲν τὸ πιστεύουν.
Μὰ ἐγὼ φοβᾶμαι. Γιατί• καλῶς γνωρίζω
πόσες ὡραῖες μου πράξεις καρατόμησα
πόσες φορὲς κλάδεψα τοὺς βλαστοὺς μου
πόσες φορὲς συναντήθηκα μὲ τὸν ἄλλο μου δαίμονα
κ' ἔστριψα
στὴ μικρὴ
σκοτεινὴ
πάροδο.
Ὅλοι μοῦ λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
γιατί δὲ βλέπουν
τὰ κρεμασμένα
στοὺς τοίχους
ὁμοιώματα
τὰ συνετὰ καὶ δίκαια ἔργα μου δὲ βλέπουν
ἔτσι καθὼς περνοῦν σκυφτὰ
τὶς πύλες τῶν φερέτρων μου.
Ὅταν χτυπάει ὁ ἄνεμος τὴν πόρτα μου
τρομάζω: Τώρα —λέω— ἔρχονται νὰ μὲ συλλάβουν
ἔρχονται νὰ μὲ ὑποχρεώσουν καὶ πάλι ν' ἀρνηθῶ
νὰ πῶ: Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὸν ποὺ ἐντός μου κατοικεῖ
δὲν τὸν γνωρίζω.
Ὅλοι μου λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
καὶ πὼς μπορῶ ἡσύχως ν' ἀναπαύομαι
νὰ περπατῶ ἀνενόχλητος στοὺς δρόμους
γιὰ τοὺς κοινοὺς κακούργους μὲ ἀπέχθεια νὰ μιλῶ
καὶ ν' ἀποσύρομαι χωρὶς
τὴν ἐντροπὴ τοῦ ἐνόχου.
Μὰ ἐγὼ δὲν ἀναπαύομαι. Τὶς νύχτες
μὲ κυκλώνουν οἱ σκιές. Ἄγρια φαντάσματα
καραδοκοῦν πίσω ἀπ' τὶς πόρτες μου.
Καὶ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι ὁ διαυγής
ὁ καθαρὸς καὶ ἀμόλυντος δὲν εἶμαι
κι ἂς μὴν ὑπάρχει στὰ χαρτιὰ
μιά καταδίκη
εἰς θάνατον.
"It was not Death, for I stood up" Emily Dickinson
It was not Death, for I stood up,
And all the Dead, lie down -
It was not Night, for all the Bells
Put out their Tongues, for Noon.
It was not Frost, for on my Flesh
I felt Siroccos - crawl -
Nor Fire - for just my marble feet
Could keep a Chancel, cool -
And yet, it tasted, like them all,
The Figures I have seen
Set orderly, for Burial
Reminded me, of mine -
As if my life were shaven,
And fitted to a frame,
And could not breathe without a key,
And ’twas like Midnight, some -
When everything that ticked - has stopped -
And space stares - all around -
Or Grisly frosts - first Autumn morns,
Repeal the Beating Ground -
But most, like Chaos - Stopless - cool -
Without a Chance, or spar -
Or even a Report of Land -
To justify - Despair.
Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013
"Annabel Lee" Edgar Allan Poe
It was many and many a year ago,
In a kingdom by the sea,
That a maiden there lived whom you may know
By the name of ANNABEL LEE;
And this maiden she lived with no other thought
Than to love and be loved by me.
I was a child and she was a child,
In this kingdom by the sea;
But we loved with a love that was more than love-
I and my Annabel Lee;
With a love that the winged seraphs of heaven
Coveted her and me.
And this was the reason that, long ago,
In this kingdom by the sea,
A wind blew out of a cloud, chilling
My beautiful Annabel Lee;
So that her highborn kinsman came
And bore her away from me,
To shut her up in a sepulchre
In this kingdom by the sea.
The angels, not half so happy in heaven,
Went envying her and me-
Yes!- that was the reason (as all men know,
In this kingdom by the sea)
That the wind came out of the cloud by night,
Chilling and killing my Annabel Lee.
But our love it was stronger by far than the love
Of those who were older than we-
Of many far wiser than we-
And neither the angels in heaven above,
Nor the demons down under the sea,
Can ever dissever my soul from the soul
Of the beautiful Annabel Lee.
For the moon never beams without bringing me dreams
Of the beautiful Annabel Lee;
And the stars never rise but I feel the bright eyes
Of the beautiful Annabel Lee;
And so, all the night-tide, I lie down by the side
Of my darling- my darling- my life and my bride,
In the sepulchre there by the sea,
In her tomb by the sounding sea.
In a kingdom by the sea,
That a maiden there lived whom you may know
By the name of ANNABEL LEE;
And this maiden she lived with no other thought
Than to love and be loved by me.
I was a child and she was a child,
In this kingdom by the sea;
But we loved with a love that was more than love-
I and my Annabel Lee;
With a love that the winged seraphs of heaven
Coveted her and me.
And this was the reason that, long ago,
In this kingdom by the sea,
A wind blew out of a cloud, chilling
My beautiful Annabel Lee;
So that her highborn kinsman came
And bore her away from me,
To shut her up in a sepulchre
In this kingdom by the sea.
The angels, not half so happy in heaven,
Went envying her and me-
Yes!- that was the reason (as all men know,
In this kingdom by the sea)
That the wind came out of the cloud by night,
Chilling and killing my Annabel Lee.
But our love it was stronger by far than the love
Of those who were older than we-
Of many far wiser than we-
And neither the angels in heaven above,
Nor the demons down under the sea,
Can ever dissever my soul from the soul
Of the beautiful Annabel Lee.
For the moon never beams without bringing me dreams
Of the beautiful Annabel Lee;
And the stars never rise but I feel the bright eyes
Of the beautiful Annabel Lee;
And so, all the night-tide, I lie down by the side
Of my darling- my darling- my life and my bride,
In the sepulchre there by the sea,
In her tomb by the sounding sea.
"Μεταρσιωση" Νικηφορος Βρεττακος
Tὸ πνεῦμα μου, σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰν θάλασσα,
λύνεται ἀπόψε στὸ ἄπειρο χωρὶς νὰ βρίσκει ἀναπαμό.
Τὶς ζῶνες γύρω του ἔσπασε καὶ ἀνατινάζεται θερμὸ
τὸ πνεῦμα μου σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰν θάλασσα.
Σὰν γαλαξίας ἀπέραντος τὸ σύμπαν σέρνω στὸ χορό.
Ἥλιο τὸν ἥλιο γκρέμισα, θόλο τὸ θόλο χάλασα,
κι εἶμαι σὰν μίαν ἀπέραντη, πλατιὰ γαλάζια θάλασσα,
ποὺ οἱ στενοὶ πάνω μου οὐρανοὶ δὲ μοῦ σκεπάζουν τὸ νερό.
λύνεται ἀπόψε στὸ ἄπειρο χωρὶς νὰ βρίσκει ἀναπαμό.
Τὶς ζῶνες γύρω του ἔσπασε καὶ ἀνατινάζεται θερμὸ
τὸ πνεῦμα μου σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰν θάλασσα.
Σὰν γαλαξίας ἀπέραντος τὸ σύμπαν σέρνω στὸ χορό.
Ἥλιο τὸν ἥλιο γκρέμισα, θόλο τὸ θόλο χάλασα,
κι εἶμαι σὰν μίαν ἀπέραντη, πλατιὰ γαλάζια θάλασσα,
ποὺ οἱ στενοὶ πάνω μου οὐρανοὶ δὲ μοῦ σκεπάζουν τὸ νερό.
"Readers" Jorge Luis Borges
Of that knight with the sallow, dry
Complexion and heroic bent, they guess
That, always on the verge of adventure,
He never sallied from his library.
The precise chronicle of his urges
And its tragic-comical reverses
Was dreamed by him, not by Cervantes,
It’s no more than a chronicle of dream.
Such my fate too. I know there’s something
Immortal and essential that I’ve buried
Somewhere in that library of the past
In which I read the history of the knight.
The slow leaves recall a child who gravely
Dreams vague things he cannot understand.
Complexion and heroic bent, they guess
That, always on the verge of adventure,
He never sallied from his library.
The precise chronicle of his urges
And its tragic-comical reverses
Was dreamed by him, not by Cervantes,
It’s no more than a chronicle of dream.
Such my fate too. I know there’s something
Immortal and essential that I’ve buried
Somewhere in that library of the past
In which I read the history of the knight.
The slow leaves recall a child who gravely
Dreams vague things he cannot understand.
Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013
"Αλκηστις", στιχοι 349-352,ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
"Εσύ μου πήρες μαζί σου της ζωής τη χαρά.
Θα βάλω τεχνίτες με χέρια επιτήδεια να πλάσουν το σώμα σου, κατά
πώς είσαι
και θα το ξαπλώσω μέσα στο κρεβάτι μας
και έπειτα θα πέφτω κοντά του και θα τ’ αγκαλιάζω
καλώντας το με το δικό σου τ’ όνομα."
Θα βάλω τεχνίτες με χέρια επιτήδεια να πλάσουν το σώμα σου, κατά
πώς είσαι
και θα το ξαπλώσω μέσα στο κρεβάτι μας
και έπειτα θα πέφτω κοντά του και θα τ’ αγκαλιάζω
καλώντας το με το δικό σου τ’ όνομα."
Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013
"ΟΝΕΙΡΟ" Μαρια Πολυδουρη
Ἄνθη μάζευα γιὰ σένα
στὸ βουνὸ ποὺ τριγυρνοῦσα.
Χίλια ἀγκάθια τὸ καθένα
κι᾿ ὅπως τἄσφιγγα πονοῦσα.
Νὰ περάσης καρτεροῦσα
στὸ βορηὰ τὸν παγωμένο
καὶ τὸ δῶρο μου κρατοῦσα
μὲ λαχτάρα φυλαγμένο
στὴ θερμὴ τὴν ἀγκαλιά μου.
Ὅλο κοίταζα στὰ μάκρη.
Ἡ λαχτάρα στὴν καρδιά μου
καὶ στὰ μάτια μου τὸ δάκρι.
Μέσ᾿ στὸν πόθο μου δὲν εἶδα
μαύρη ἡ Νύχτα νὰ σιμώνη
κ᾿ ἔκλαψα χωρὶς ἐλπίδα
ποὺ δὲ στἄχα φέρει μόνη.
στὸ βουνὸ ποὺ τριγυρνοῦσα.
Χίλια ἀγκάθια τὸ καθένα
κι᾿ ὅπως τἄσφιγγα πονοῦσα.
Νὰ περάσης καρτεροῦσα
στὸ βορηὰ τὸν παγωμένο
καὶ τὸ δῶρο μου κρατοῦσα
μὲ λαχτάρα φυλαγμένο
στὴ θερμὴ τὴν ἀγκαλιά μου.
Ὅλο κοίταζα στὰ μάκρη.
Ἡ λαχτάρα στὴν καρδιά μου
καὶ στὰ μάτια μου τὸ δάκρι.
Μέσ᾿ στὸν πόθο μου δὲν εἶδα
μαύρη ἡ Νύχτα νὰ σιμώνη
κ᾿ ἔκλαψα χωρὶς ἐλπίδα
ποὺ δὲ στἄχα φέρει μόνη.
"Ballade of Modest Confession" Hilaire Belloc
My reading is extremely deep and wide;
And as our modern education goes—
Unique I think, and skilfully applied
To Art and Industry and Autres Choses
Through many years of scholarly repose.
But there is one thing where I disappoint
My numerous admirers (and my foes).
Painting on Vellum is my weakest point.
I ride superbly. When I say I 'ride'
The word's too feeble. I am one of those
That dominate a horse. It is my pride
To tame the fiercest with tremendous blows
Of heel and knee. The while my handling shows
Such lightness as a lady's. But Aroint
Thee! Human frailty with thy secret woes!
Painting on Vellum is my weakest point.
Painting on Vellum: not on silk or hide
Or ordinary Canvas: I suppose
No painter of the present day has tried
So many mediums with success, or knows
As well as I do how the subject grows
Beneath the hands of genius, that anoint
With balm. But I have something to disclose—
Painting on Vellum is my weakest point.
Envoi
Prince! do not let your Nose, your royal Nose,
Your large imperial Nose get out of Joint.
For though you cannot touch my golden Prose,
Painting on Vellum is my weakest point.
Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013
"Mirabeau Bridge" Guillaume Apollinaire
Under Mirabeau Bridge the river slips away
And lovers
Must I be reminded
Joy came always after pain
The night is a clock chiming
The days go by not I
We're face to face and hand in hand
While under the bridges
Of embrace expire
Eternal tired tidal eyes
The night is a clock chiming
The days go by not I
Love elapses like the river
Love goes by
Poor life is indolent
And expectation always violent
The night is a clock chiming
The days go by not I
The days and equally the weeks elapse
The past remains the past
Love remains lost
Under Mirabeau Bridge the river slips away
The night is a clock chiming
The days go by not I
Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013
"A Last Confession" William Butler Yeats
What lively lad most pleasured me
Of all that with me lay?
I answer that I gave my soul
And loved in misery,
But had great pleasure with a lad
That I loved bodily.
Flinging from his arms I laughed
To think his passion such
He fancied that I gave a soul
Did but our bodies touch,
And laughed upon his breast to think
Beast gave beast as much.
I gave what other women gave
That stepped out of their clothes.
But when this soul, its body off,
Naked to naked goes,
He it has found shall find therein
What none other knows,
And give his own and take his own
And rule in his own right;
And though it loved in misery
Close and cling so tight,
There's not a bird of day that dare
Extinguish that delight.
Of all that with me lay?
I answer that I gave my soul
And loved in misery,
But had great pleasure with a lad
That I loved bodily.
Flinging from his arms I laughed
To think his passion such
He fancied that I gave a soul
Did but our bodies touch,
And laughed upon his breast to think
Beast gave beast as much.
I gave what other women gave
That stepped out of their clothes.
But when this soul, its body off,
Naked to naked goes,
He it has found shall find therein
What none other knows,
And give his own and take his own
And rule in his own right;
And though it loved in misery
Close and cling so tight,
There's not a bird of day that dare
Extinguish that delight.
"RHAPSODY ON A WINDY NIGHT" T.S. Eliot
- WELVE o'clock.
- Along the reaches of the street
- Held in a lunar synthesis,
- Whispering lunar incantations
- Dissolve the floors of memory
- And all its clear relations,
- Its divisions and precisions,
- Every street lamp that I pass
- Beats like a fatalistic drum,
- And through the spaces of the dark
- Midnight shakes the memory
- As a madman shakes a dead geranium.
- Half-past one,
- The street lamp sputtered,
- The street lamp muttered,
- The street lamp said, "Regard that woman
- Who hesitates towards you in the light of the door
- Which opens on her like a grin.
- You see the border of her dress
- Is torn and stained with sand,
- And you see the corner of her eye
- Twists like a crooked pin."
- The memory throws up high and dry
- A crowd of twisted things;
- A twisted branch upon the beach
- Eaten smooth, and polished
- As if the world gave up
- The secret of its skeleton,
- Stiff and white.
- A broken spring in a factory yard,
- Rust that clings to the form that the strength has left
- Hard and curled and ready to snap.
- Half-past two,
- The street lamp said,
- "Remark the cat which flattens itself in the gutter,
- Slips out its tongue
- And devours a morsel of rancid butter."
- So the hand of a child, automatic,
- Slipped out and pocketed a toy that was running along the quay.
- I could see nothing behind that child's eye.
- I have seen eyes in the street
- Trying to peer through lighted shutters,
- And a crab one afternoon in a pool,
- An old crab with barnacles on his back,
- Gripped the end of a stick which I held him.
- Half-past three,
- The lamp sputtered,
- The lamp muttered in the dark.
- The lamp hummed:
- "Regard the moon,
- La lune ne garde aucune rancune,
- She winks a feeble eye,
- She smiles into corners.
- She smoothes the hair of the grass.
- The moon has lost her memory.
- A washed-out smallpox cracks her face,
- Her hand twists a paper rose,
- That smells of dust and old Cologne,
- She is alone
- With all the old nocturnal smells
- That cross and cross across her brain."
- The reminiscence comes
- Of sunless dry geraniums
- And dust in crevices,
- Smells of chestnuts in the streets,
- And female smells in shuttered rooms,
- And cigarettes in corridors
- And cocktail smells in bars."
- The lamp said,
- "Four o'clock,
- Here is the number on the door.
- Memory!
- You have the key,
- The little lamp spreads a ring on the stair,
- Mount.
- The bed is open; the tooth-brush hangs on the wall,
- Put your shoes at the door, sleep, prepare for life."
- The last twist of the knife.
Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013
"Ιστοριες του δασους"
Ετσι τον φανταζομαι τον ερωτας μας:
ενα αγριο,σκοτεινο δασος
κι εσενα να τρεχεις μεσα του γυμνη.
Κι οταν θα πεφτει η παγωμενη νυχτα
-γιατι οι νυχτες θα ειναι παντα παγωμενες-
να ερχεσαι και να κουρνιαζεις διπλα μου,να μοιραζεσαι την ζεστασια μου,
και να μου ψυθιριζεις τις ιστοριες του δασους...
~Γιαννης Μαυροματιδης~
ενα αγριο,σκοτεινο δασος
κι εσενα να τρεχεις μεσα του γυμνη.
Κι οταν θα πεφτει η παγωμενη νυχτα
-γιατι οι νυχτες θα ειναι παντα παγωμενες-
να ερχεσαι και να κουρνιαζεις διπλα μου,να μοιραζεσαι την ζεστασια μου,
και να μου ψυθιριζεις τις ιστοριες του δασους...
~Γιαννης Μαυροματιδης~
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)