Ἦρτε γυναίκα ἀπ᾿ τὰ βουνά, σκιρτώντας
σὰν ἀλαφίνα, σειώντας τὰ μαλλιά της
σὰ νέο λιοντάρι καὶ στὴν ἀγκαλιά της,
σὰ μὲ ψηλὸ κρατώντας τη ζωνάρι,
σὲ μυστικὸ κανίσκι, τὴ καρδιά της,
ἦρτε γυναίκα πού ῾χε στὴ ποδιά της,
σὰ τὸ μαυροαίματο λαγὸ ποὺ τρέμει
κι ἀπό ῾να φύλλο, τὴν ἀποθυμιά της
κι ἦρτε σ᾿ ἐμὲ ὁλόϊσα, σὰν οἱ ἀνέμοι
στὸ μοναχὸ τὸ δέντρο, ποὺ βιγλίζει
τεράστιο σὲ κορφὴ καὶ συνορίζει
τὰ σύμπαντα καὶ ξάφνου βοὴ νὰ γέμει
προφητικὴ τὸν οὐρανὸν ἀρχίζει
κι ἦρτε καὶ μ᾿ ηὗρε κι ὅταν πλημμυρίζει
ποτάμι, στὴν ὀχτιά του, τὸ πλατάνι
τὸ δυνατὸ καὶ γύρα του, ἀφρισμένο,
μετράει τὴ δύναμή του καὶ τὸ κάνει
νὰ σαλεύει ἀπ᾿ τὴ ρίζα, εὐτυχισμένο,
ἦρτε ἡ γυναίκα ποὺ προσδόκαα τώρα
-κι ἀνήξερα- καιρό, κρυφά, μονάχος,
στὴ κορυφὴ τοῦ πόθου μου σὰ βράχος
κι ἦρτε γιὰ πάντα κι ἦρτε σὰν ἡ μπόρα...
σὰν ἀλαφίνα, σειώντας τὰ μαλλιά της
σὰ νέο λιοντάρι καὶ στὴν ἀγκαλιά της,
σὰ μὲ ψηλὸ κρατώντας τη ζωνάρι,
σὲ μυστικὸ κανίσκι, τὴ καρδιά της,
ἦρτε γυναίκα πού ῾χε στὴ ποδιά της,
σὰ τὸ μαυροαίματο λαγὸ ποὺ τρέμει
κι ἀπό ῾να φύλλο, τὴν ἀποθυμιά της
κι ἦρτε σ᾿ ἐμὲ ὁλόϊσα, σὰν οἱ ἀνέμοι
στὸ μοναχὸ τὸ δέντρο, ποὺ βιγλίζει
τεράστιο σὲ κορφὴ καὶ συνορίζει
τὰ σύμπαντα καὶ ξάφνου βοὴ νὰ γέμει
προφητικὴ τὸν οὐρανὸν ἀρχίζει
κι ἦρτε καὶ μ᾿ ηὗρε κι ὅταν πλημμυρίζει
ποτάμι, στὴν ὀχτιά του, τὸ πλατάνι
τὸ δυνατὸ καὶ γύρα του, ἀφρισμένο,
μετράει τὴ δύναμή του καὶ τὸ κάνει
νὰ σαλεύει ἀπ᾿ τὴ ρίζα, εὐτυχισμένο,
ἦρτε ἡ γυναίκα ποὺ προσδόκαα τώρα
-κι ἀνήξερα- καιρό, κρυφά, μονάχος,
στὴ κορυφὴ τοῦ πόθου μου σὰ βράχος
κι ἦρτε γιὰ πάντα κι ἦρτε σὰν ἡ μπόρα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου