Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

"Ερωτικες επιστολες" Γκουστάβ Φλωμπέρ

Είμαι δεμένος στο σώμα σου σαν άγριο σκυλί σε πάσσαλο και αλυχτάω, όχι γιατί θέλω να λευτερωθώ και να το σκάσω, αλλά επειδή δεν σε φέρνουνε σε μένα μια ώρα αρχύτερα να κόψω με τα δόντια μου τις σάρκες σου, αυτές που ντύνεσαι για να είσαι «όπως πρέπει» μπρος στους τρίτους. Το πάθος μου για σένα συγκρίνεται μονάχα με ένα μάτσο απρέπειες μη εξημερωμένου ζώου. Θέλω να σε απολαύσω αργά. Θα μένω λοιπόν κάμποσο νηστικός. Θα αφήνω την πείνα μου να ξαναμεγαλώνει σαν κλαδεμένο κλαρί, για να σε ευχαριστηθώ πάλι από την αρχή. Δεν θα σε λυπάμαι που θα κείτεσαι κι εσύ αιχμαλωτισμένη. Θα σε ποδοπατάω. Κανείς δεν λυπάται κάτι το θεϊκό. Κανείς δεν δείχνει ευσπλαχνία για το αναίτια υπέροχο. Θα τα υποστείς όλα μέχρι να γιατρευτεί η λύσσα του έρωτά μου.
Θα σε σκεπάσω με έρωτα την επόμενη φορά που θα ιδωθούμε. Τα χάδια θα έχουν έκταση. Θα σε μπουκώσω με όλες τις χαρές της σάρκας μέχρι να λιγοθυμήσεις, να πέσεις να πεθάνεις. Θέλω μαζί μου να τα χάσεις ολότελα και να ομολογήσεις κρυφά στον εαυτό σου ότι ποτέ δεν είχες τολμήσει να ονειρευτείς τέτοιο παραλήρημα…
Όταν γεράσεις, θέλω να νοσταλγείς αυτές τις λίγες ώρες, θέλω να ανατριχιάζεις ολόκληρη από την παλιά χαρά όταν στον νου σου θα τη φέρνεις.
Δεν θα με κουράσουν ποτέ οι συναντήσεις μας. Μπορεί ο άνθρωπος να χορτάσει το νερό; Μπορεί το χορτάρι να βαρεθεί τον ήλιο; Μπορεί η κορφή ου ψηλού βουνού να θελήσει να τινάξει από πάνω της το παγωμένο χιόνι; Εσύ αγάπη μου, είσαι απ’ τις ανάγκες η πιο ζωτική. Δεν έχεις τίποτα απ’ τις άλλες – όλες μαζί – να ζηλέψεις.
Θα πέσω οριζόντια με τα χέρια παραδομένα, ανήμπορα, θα ανοίξω το στόμα διάπλατα, θα κρατήσω τα βλέφαρα ορθάνοιχτα, θα εκθέσω την καρδιά μου άφοβα, να μου δοθείς με όποιο τρόπο σταθεί δυνατό. Σαν ήλιος, σα φως, σαν αέρας, σα νερό, σα ζωή, σα θάνατος, σαν αγάπη. Είμαι αχόρταγος άνθρωπος και θα σε πείσω γι’ αυτό. Είμαι πειναλέος άνθρωπος και πείσε με γι’ αυτό. Λουίζ, σε χρειάζομαι. Επισκέψου με «πανταχόθεν…».

"Oφις και Κρίνο" Ν.Καζαντζάκης

Ω να στριμωχθείς στην άκρη του κρεββατιού
και να ξαπλώσεις απάνω στα σεντόνια
και να κλείσω τα παράθυρα
και να λύσω τις κουρτίνες
και να γέρνω απάνω Σου όλη νύχτα
και να Σου πίνω την ψυχή..

"Flavius’s Girl: to Flavius" by Gaius Valerius Catullus

Flavius, unless your delights
were tasteless and inelegant,
you’d want to tell, and couldn’t be silent.
Surely you’re in love with some feverish
little ****: you’re ashamed to confess it.
Now, pointlessly silent, you don’t seem to be
idle of nights, it’s proclaimed by your bed
garlanded, fragrant with Syrian perfume,
squashed cushions and pillows, here and there,
and the trembling frame shaken,
quivering and wandering about.
But being silent does nothing for you.
Why? Spread thighs blab it’s not so,
if not quite what foolishness you commit.
How and whatever you’ve got, good or bad,
tell us. I want to name you and your loves
to the heavens in charming verse

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

"Ενα σκοτεινο συμπαν εισαι..." Γιαννης Μαυροματιδης

Εισαι ενα σκοτεινο,ανεξερευνητο συμπαν
αναγλυφων,φωσφωριζοντων γαλαξιων
Κι αυτη η φλεγομενη,λευκη γραμμη που
διασχιζει το απειρο σου
Ειμαι εγω
που σαν κομητης
Διαπερνω τις μαυρες τρυπες σου
και τα συμπλεγματα των νεφελωματων σου
Χωρις τροχια,χωρις πυξιδα
με μονο οδηγο το μακρινο φως
Μιας λαμψης που σιγοκαιει
στο κεντρο των παντων σου...

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

"The Wolves" Aleksey Konstantinovich Tolstoy

When the church-village slumbers
  And the last songs are sung,
When the grey mist arising,
  Is o'er the marshes hung,
'Tis then the woods forsaking,
Their way cross country taking,
Nine howling wolves come hungering for food.

Behind the first,--the grey one,--
  Trot seven more of black,
Close on their hoary leader;
  As rearguard of the pack
The red wolf limps, all bloody,
His paws with gore still ruddy
As after his companions grim he pants.

When through the village lurking
  Nought gives them check or fright,
No watch dog dares to bellow,
  The peasant ghastly white,
His breath can scarce be taking,
His limbs withhold from shaking--
While prayers of terror freeze upon his lips!

About the church they circle
  And softly slink away
To prowl about the priest's farm,
  Then of a sudden they
Are round the drink shop turning,
Fain some bad word be learning--
From peasants drinking noisily within.

With fully thirteen bullets
  Thy weapon must be armed,
And with a wad of goat's hair;
  Then thou wilt fight unharmed.
Fire calmly,--and before all
Will the leader, the grey, fall,
The rest will surely follow one by one.

When the cock wakes the village
  From out its morning dream,
Thou wilt behold the corpses--
  Nine she-wolves by the stream!
On the right lies the grey one,
To left in frost the lame one--
All bloody,--God pardon us sinners!

"Ο Βρυκόλακας" Aριστοτελης Βαλαωριτης



- Πές μου τί στέκεσαι Θανάση, ὀρθός,
βουβὸς σὰ λείψανο, στὰ μάτια μπρός;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις τὸ βράδυ;
Ὕπνος γιὰ σένανε δὲν εἶν᾿ στὸν Ἅδη;

Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Βαθιὰ σὲ ρίξανε μέσα στὴ γῆ...
Φεῦγα, σπλαγχνίσου με. Θὰ κοιμηθῶ.
Ἄσε μὲ ἥσυχη ν᾿ ἀναπαυθῶ.

Τὸ κρῖμα πού ῾καμες μὲ συνεπῆρε.
Βλέπεις πῶς ἔγινα; Θανάση σῦρε.
Ὅλοι μὲ φεύγουνε, κανεὶς δὲ δίνει,
στὴν ἔρμη χήρα σου, ἐλεημοσύνη.

Στάσου μακρύτερα... Γιατί μὲ σκιάζεις;
Θανάση τί ἔκαμα καὶ μὲ τρομάζεις;
Πῶς εἶσαι πράσινος; Μυρίζεις χῶμα...
Πές μου... δὲν ἔλυωσες, Θανάση, ἀκόμα;

Λίγο συμάζωξε τὸ σάβανό σου...
Σκουλήκια βόσκουνε στὸ πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, γιὰ δές... πετᾶνε
κι ἔρχονται πάνω μου γιὰ νὰ μὲ φᾶνε.

Πές μου ποῦθ᾿ ἔρχεσαι μὲ τέτοια ἀντάρα;
Ἀκοῦς τί γίνεται; Εἶναι λαχτάρα.
Μὲς ἀπ᾿ τὸ μνῆμα σου γιατί νὰ βγεῖς;
Πές μου ποῦθ᾿ ἔρχεσαι; Τί ῾λθες νὰ δεῖς;

- Mέσα στοῦ τάφου μου τὴ σκοτεινιὰ
κλεισμένος ἤμουνα τέτοια νυχτιά,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ἔστεκα σαβανωμένος
βαθειὰ στὸ μνῆμα μου συμμαζωμένος,

Ἔξαφνα ἐπάνω μου μιὰ κουκουβάγια
ἀκούω ποὺ φώναζε· Θανάση Βάγια,
σήκου κ᾿ ἐπλάκωσαν χίλιοι νεκροὶ
καὶ θὰ σὲ πάρουνε νὰ πᾶτ᾿ ἐκεῖ.

Τὰ λόγια τ᾿ ἄκουσα καὶ τ᾿ ὄνομά μου.
Σκᾶνε καὶ τρίβονται τὰ κόκκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι ὅσο μπορῶ
βαθειὰ στὸ λάκκο μου, μὴ τοὺς ἰδῶ.

- Ἔβγα καὶ πρόβαλε, Θανάση Βάγια,
ἔλα νὰ τρέξωμε πέρα στὰ πλάγια.
Ἔβγα, μὴ σκιάζεσαι, δὲν εἶναι λύκοι.
Τὸ δρόμο δεῖξε μας γιὰ τὸ Γαρδίκι.

Ἔτζι φωνάζοντας σὰ λυσσασμένοι
πέφτουν ἐπάνω μου οἱ πεθαμμένοι.
Καὶ μὲ τὰ νύχια τους καὶ μὲ τὸ στόμα
πετᾶνε, σκάφτουνε τὸ μαῦρο χῶμα.

Καὶ σὰν μ᾿ εὐρήκανε ὅλοι μὲ μία
ἔξω ἀπ᾿ τοῦ τάφου μου τὴν ἐρημιά,
γελώντας, σκούζοντας, ἄγρια μὲ σέρνουν
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ μοῦ εἴπανε μὲ συνεπαίρνουν.

Πετᾶμε, τρέχομε· φυσομανάει,
τὸ πέρασμά μας κόσμο χαλάει.
Τὸ μαῦρο σύννεφο, ὅθε διαβῇ,
οἱ βράχοι τρέμουνε, ἀνάφτ᾿ ἡ γῆ.

Φουσκώνει ὁ ἄνεμος τὰ σάβανά μας
σὰν ν᾿ ἀρμενίζαμε μὲ τὰ πανιά μας.
Πέφτουν στὸ δρόμο μας καὶ ξεκολλᾶνε
τὰ κούφια κόκκαλα, στὴ γῆ σκορπᾶνε.

Ἐμπρὸς μᾶς ἔσερνε ἡ κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας· Θανάση Βάγια.
Ἔτσι ἐφθάσαμε σ᾿ ἐκειὰ τὰ μέρη,
ποὺ τόσους ἔσφαξα μ᾿ αὐτὸ τὸ χέρι.

Ὤ, τί μαρτύρια! Ὤ! τί τρομάρες!
Πόσες μοῦ ρίξανε σκληρὲς κατάρες!
Μοῦ δῶκαν κ᾿ ἔπια αἷμα πημένο.
Γιὰ ἰδὲς τὸ στόμα μου τό ῾χω βαμμένο.

Κι ἐν ᾧ μὲ σέρνουνε καὶ μὲ πατοῦνε
κάποιος ἐφώναξε... Στέκουν κι ἀκοῦνε.
- Kαλῶς σ᾿ εὐρήκαμε, Βιζίρη Ἀλῆ.
Ἐδῶθε μπαίνουνε μὲς στὴν αὐλή.

Πέφτουν ἐπάνω του οἱ πεθαμμένοι.
Μὲ παραιτήσανε. Κανεὶς δὲν μένει.
Κρυφὰ τοὺς ἔφυγα καὶ τρέχω ἐδῶ
μὲ σέ, γυναῖκα μου, νὰ κοιμηθῶ.

- Θανάση σ᾿ ἄκουσα, τραβήξου τώρα.
Μέσα στὸ μνῆμα σου νὰ πᾶς εἶν᾿ ὥρα.
- Μέσα στὸ μνῆμα μου γιὰ συντροφιά,
θέλω ἀπ᾿ τὸ στόμα σου τρία φιλιά.

- Ὅταν σοῦ ρίξανε λάδι καὶ χῶμα
ᾖλθα, σὲ φίλησα κρυφὰ στὸ στόμα.
- Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Μοῦ πῆρ᾿ ἡ κόλαση κειὸ τὸ φιλί.

- Φεῦγα καὶ σκιάζομαι τ᾿ ἄγρια σου μάτια.
Τὸ σάπιο κρέας σου, πέφτει κομάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κεῖνα τὰ χέρια.
Ἀπ᾿ τὴν ἀχάμνια τους λὲς κι εἶν᾿ μαχαίρια.

- Ἔλα γυναῖκα μου, δὲν εἶμαι ῾γὼ
κεῖνος π᾿ ἀγάπησες, ἕνα καιρό;
Μὴ μὲ σιχαίνεσαι, εἶμ᾿ ὁ Θανάσης.
- Φεύγ᾿ ἀπ᾿ τὰ μάτια μου, θὰ μὲ κολάσεις.

Ρίχνεται πάνω της καὶ τήνε πιάνει,
μέσα στὸ στόμα της τὰ χείλη βάνει.
Στὰ ἕρμα στήθια της τὰ ροῦχ᾿ ἀρχίζει,
ποὺ τὴ σκεπάζουνε, νὰ τὰ ξεσχίζει.

Τήνε ξεγύμνωσε... τὸ χέρι ἁπλώνει...
Μέσα στὸ κόρφο της ἄγρια τὸ χώνει...

Μένει σὰ μάρμαρο. Κρύος σὰ φίδι
τρίζει ἀπ᾿ τὸ φόβο του, στὸ κατακλείδι.
Σὰ λύκος ρυάζεται, τρέμει σὰ φύλλο...
Στὰ δάχτυλα ἔπιασε τὸ Τίμιο Ξύλο.

Τὴ μαύρη γλύτωσε, τὸ φυλαχτό της,
καπνός, ἐσβήστηκεν ἀπ᾿ τὸ πλευρό της.
Τότε ἀκούστηκε κι ἡ κουκουβάγια
ἔξω, ποὺ φώναζε: - Θανάση Βάγια!

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

"Μεταμορφωση" Γιαννης Μαυροματιδης


Σε λιγο θα νυχτωσει,
θ' αρχισει να διεισδυει το ψυχρο σκοταδι μεσα απο τις χαραμαδες του παραθυρου μου,μεσα απο τις χαραμαδες της ψυχης μου.
Αυτες οι ωρες μου λειπεις πιο πολυ,
γιατι η νυχτα ειναι το βασιλειο μου και το σκοταδι της η τροφη μου,η θαλασσα που κολυμπω,το κρεβατι που μ' αρεσει να κανω ερωτα.
Αυτες τις ωρες η απουσια σου καει σαν πυρρωμενο σιδερο,φουντωνει ο ερωτικος ποθος κυλωντας σαν λιωμενο μεταλλο μεσα στις φλογισμενες φλεβες μου.
Εγω δεν εχω καρδια,μια κολαση εχω που με σιγοτρωει,που φτυνει λαβα,σταχτες και καταρες σε οτι μας εμποδιζει να ζουμε μαζι.
Θα εδινα και τη μιση μου ζωη, να μπορουσα να παρω οποιαδηποτε μορφη που θα μου εδινε την δυνατοτητα να ερχομαι καθε νυχτα στο δωματιο σου,αθεατος σαν αερας,σιωπιλος σαν σκια,παντοδυναμος σαν δαιμονας,
να παιρνω σαρκα και μορφη διπλα σου,στο μοναχικο κρεβατι σου,να σε ξυπνω μ' ενα τρυφερο φιλι,να σε ξεγυμνωνω με τ' αδιστακτα χερια μου,να σ' αγγιζω παντου,να σ' εξερευνω παντου,να σε φιλω και να σε δαγκωνω αχορταγα,
να σου κανω ερωτα οπως δεν σου εκανε ποτε κανεις,να μπαινω θριαμβευτης σε καθε καστρο σου,προσκυνητης σε καθε ερωτικο βωμο σου,να κοινωνω το νεκταρ,το μελι και το γαλα που κυλανε μεσα σου,
να γευομαι την θερμη της σαρκας σου,την αρμυρα του ιδρωτα σου,την γλυκα των χειλιων σου,
να ζω,να πεθαινω και ν' αναγεννιεμαι στην αγκαλια σου.
Αχ,δεν ακουει κανενας ζηλοφθονος Θεος τις προσευχες μου;
Δεν υπαρχει καμια δυναμη σ' αυτο το αιωνιο συμπαν που να μπορει να κανει την επιθυμια μου,την επιθυμια μας πραγματικοτητα;
Κι ας ειναι οποιο θελει το τιμημα που πρεπει να πληρωσω,
φτανει να ειμαι μαζι σου,φτανει να σε κρατησω γυμνη στην γυμνη αγκαλια μου και τα ματια σου,τα χειλη σου,το κορμι σου να μου φωναζουν:"Σ' αγαπω..."

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

"Ιn search of new..." Deborah Jean

The soul of the sea speaks
of sadness, of how sun
erupts sky into light,
slowly stripping shore down
to dry bones.

She swallows her every droplet,
spits them as specks of ash,
then scatters them to the wind
instead of dusting her warm cheeks.

Sand and stone are left
cracked black with inked
thoughts. They melt and move
from desert to desert

in search of new.

"The Bride of the Sea" Howard Phillips Lovecraft

Black loom the crags of the uplands behind me,
Dark are the sands of the far-stretching shore.
Dim are the pathways and rocks that remind me
Sadly of years in the lost Nevermore.

Soft laps the ocean on wave-polish'd boulder,
Sweet is the sound and familiar to me;
Here, with her head gently bent to my shoulder,
Walk'd I with Unda, the Bride of the Sea.

Bright was the morn of my youth when I met her,
Sweet as the breeze that blew o'er the brine.
Swift was I captur'd in Love's strongest fetter,
Glad to be here, and she glad to be mine.

Never a question ask'd I where she wander'd,
Never a question ask'd she of my birth:
Happy as children, we thought not nor ponder'd,
Glad of the bounty of ocean and earth.

Once when the moonlight play'd soft 'mid the billows,
High on the cliff o'er the waters we stood,
Bound was her hair with a garland of willows,
Pluck'd by the fount in the bird-haunted wood.

Strangely she gaz'd on the surges beneath her,
Charm'd with the sound or entranc'd by the light:
Then did the waves a wild aspect bequeath her,
Stern as the ocean and weird as the night.

Coldly she left me, astonish'd and weeping,
Standing alone 'mid the legions she bless'd:
Down, ever downward, half gliding, half creeping,
Stole the sweet Unda in oceanward quest.

Calm grew the sea, and tumultuous beating
Turn'd to a ripple as Unda the fair
Trod the wet sands in affectionate greeting,
Beckon'd to me, and no longer was there!

Long did I pace by the banks where she vanish'd,
High climb'd the moon and descended again.
Grey broke the dawn till the sad night was banish'd,
Still ach'd my soul with its infinite pain.

All the wide world have I search'd for my darling;
Scour'd the far desert and sail'd distant seas.
Once on the wave while the tempest was snarling,
Flash'd a fair face that brought quiet and ease.

Ever in restlessness onward I stumble
Seeking and pining scarce heeding my way.
Now have I stray'd where the wide waters rumble,
Back to the scene of the lost yesterday.

Lo! the red moon from the ocean's low hazes
Rises in ominous grandeur to view;
Strange is its face as my tortur'd eye gazes
O'er the vast reaches of sparkle and blue.

Straight from the moon to the shore where I'm sighing
Grows a bright bridge made of wavelets and beams.
Frail it may be, yet how simple the trying,
Wand'ring from earth to the orb of sweet dreams.

What is yon face in the moonlight appearing;
Have I at last found the maiden that fled?
Out on the beam-bridge my footsteps are nearing
Her whose sweet beckoning hastens my tread.

Current's surround me, and drowsily swaying,
Far on the moon-path I seek the sweet face.
Eagerly, hasting, half panting, half praying,
Forward I reach for the vision of grace.

Murmuring waters about me are closing,
Soft the sweet vision advances to me.
Done are my trials; my heart is reposing
Safe with my Unda, the Bride of the Sea.

T.S. Eliot

[Poetry] may make us from time to time a little more aware of the deeper, unnamed feelings which form the substratum of our being, to which we rarely penetrate; for our lives are mostly a constant evasion of ourselves.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

"Η αλυσιδα που μας ενωνει..." Γιαννης Μαυροματιδης

Ειμαστε τα δυο ακρα μιας αλυσιδας που δεν θα σπασει ποτε.
Μια μακρια,στοιβαρη σειρα κρικων που ενωθηκαν ψυθιριστες νυχτες
ενοχων,μυστικων απολαυσεων.
Σαν λιωμενο μεταλλο χυθηκαν σπαταλα τα κορμια μας στο καλουπι της,
ποσα ξοδεμενα ονειρα μας κτυπηθηκαν με παθος στο αμονι της.
Κι οσο την μεγαλωναμε,τοσο μας βαραινε
κι οσο μας βαραινε,τοσο την μεγαλωναμε νυχτα με την νυχτα,κρικο με τον κρικο.
Αυτη η αλυσιδα ειναι φτιαγμενη απ' ολα αυτα που ξεχυθηκαν απο μεσα μας
και θα την σερνουμε για παντα μαζι μας.
Ακομα κι οταν ξεχασουμε ποιος ειναι στην αλλη ακρη...

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

"Όλα τα πήρε το καλοκαίρι" Οδυσσέας Ελύτης


Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ’ άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

"Άρχισε μια σιγανή βροχή…" Μανόλης Αναγνωστάκης



Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ. Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό —σου είναι αδιάφορο— 5 Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια. Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα —Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα— Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως 10 Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές. Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σκοτάδι Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι 15 Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε και απόψε για σένανε το κάθε τι Τόσο π’ αν τρίξει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.
…Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος. Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

"B-26" Ezra Pound

B-26
It’s a number.
It’s a song.
It’s a girl.
Smooth.
Pearl joy packed.
Gold falafel,
As through ice.
It’s four-thirty.
Morning with
Phone calls.
It’s deaf mute.
It’s cheap.
A foreign car.
Maybe bingo.
Lucky night?
Something says
It smells bad.

"THE SORROW OF LOVE" by: W.B. Yeats

      HE quarrel of the sparrows in the eaves,
      The full round moon and the star-laden sky,
      And the loud song of the ever-singing leaves,
      Had hid away earth's old and weary cry.
       
      And then you came with those red mournful lips,
      And with you came the whole of the world's tears,
      And all the sorrows of her labouring ships,
      And all the burden of her myriad years.
       
      And now the sparrows warring in the eaves,
      The curd-pale moon, the white stars in the sky,
      And the loud chaunting of the unquiet leaves
      Are shaken with earth's old and weary cry.

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

"I love this white and slender body" by Heinrich Heine

I Love this white and slender body,
These limbs that answer Love's caresses,
Passionate eyes, and forehead covered
With heavy waves of thick, black tresses.
 
You are the very one I've searched for
In many lands, in every weather.
You are my sort; you understand me;
As equals we can talk together.
 
In me you've found the man you care for.
And, for a while, you'll richly pay me
With kindness, kisses and endearments--
And then, as usual, you'll betray me.

"It is a day of sorrow:" by Gunnar Björling

    It is a day of sorrow:
    I cannot sprinkle sulphur
    I cannot kill,
    and do not know the flowers' soil.
    I go sick with happiness
    and in a fire of fever-pain.
    I have no lucid thought
    and my sleep burns me in long nights'
    troubled dreams.

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

"ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΠΑΛΑΤΙ" Ε.Α.ΠΟΕ


Στην πιο θαλερή απ’ όλες τις κοιλάδες μας
όπου άγγελοι καλοί κατοικούν,
κάποτ’ ένα ωραίο και μεγαλόπρεπο παλάτι –
λαμπερό παλάτι– ύψωνε την κορφή του.
Στης αρχόντισσας Σκέψης την επικράτεια –
εκεί στεκόταν!
Ποτέ Σεραφείμ δεν ξεδίπλωσε φτερό
πάνω απ’ οικοδόμημα με την μισή ομορφιά αυτού εδώ!

Λάβαρα ένδοξα, κίτρινα, χρυσαφένια,
στη στέγη του έστεκαν και κυμάτιζαν,
(αυτά –όλ’ αυτά– γίνονταν τον παλιό καιρό,
σ’ έναν χρόνο περασμένο,)
και κάθε απαλό αεράκι που ταξίδευε αργά
κατά την γλυκιά ημέρα,
γύρω απ’ τις επάλξεις τις σημαιοστολισμένες κι ωχρές,
σα φτερωτό άρωμα περνούσε.

Περάτες της χαρούμενης κοιλάδας έβλεπαν,
μέσα από δυο φωτεινά παράθυρα,
πνεύματα να χορεύουν
στον αψεγάδιαστο ρυθμό ενός λαούτου,
γύρω απ’ έναν θρόνο όπου, καθισμένος,
(Πορφυρογέννητος!)
σε μια κατάσταση αρμόζουσα της δόξας του,
του βασιλείου ο άρχοντας βλεπόταν.

Κι ολόκληρη στολισμένη με μαργαριτάρια και ρουμπίνια γυαλιστερά
ήταν η ωραία πύλη του παλατιού,
μέσα απ’ την οποία έρεε
κι ακτινοβολούσε αενάως
ένας θίασος από αντίλαλους, που είχε ως γλυκό καθήκον
μόνο να εξυμνεί,
με φωνές ανυπέρβλητου κάλλους,
το πνεύμα και τη σοφία του βασιλιά του.

Αλλά δαιμονικά στοιχεία, ντυμένα με πένθιμους χιτώνες,
επιτέθηκαν στου μονάρχη το βασίλειο.
(Ω, ας θρηνήσουμε! –γιατί
επαύριον δε θ’ ανατείλει γι’ αυτόν τον έρημο!).
Και γύρω απ’ την κατοικία του, η δόξα
που κάποτε πορφύριζε κι άνθιζε
δεν είναι παρά μια ξεθωριασμένη ιστορία,
απ’ τον παλιό καιρό ενταφιασμένη.

Κ’ οι ταξιδιώτες που διαβαίνουν την κοιλάδα τώρα,
μέσα απ’ τα πορφυρόχρωμα παράθυρα βλέπουν,
μορφές τεράστιες που σαλεύουν νοερά
σε μια παράφωνη μελωδία,
ενώ, σαν ένας φρικτός βιαστικός ποταμός,
διαμέσου της κάτωχρης θύρας,
ξεχύνεται ακατάσχετα ένα ειδεχθές πλήθος
που σαρκάζει, αλλά ποτέ πια δε χαμογελά.

"Σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ" Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι
Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς
Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο
Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!

Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

"Aftersong" Friedrich Nietzsche

O noon of life! A time to celebrate!
           Oh garden of summer!
Restless happiness in standing, gazing, waiting:—
I wait for friends, ready day and night.
You friends, where are you? Come! It's time! It's time!

Was it not for you that the glacier's grayness
           today decked itself with roses?
The stream is seeking you, and wind and clouds
with yearning push themselves higher into the blue today
to look for you from the furthest bird's eye view.

For you my table has been set at the highest point.
           Who lives so near the stars?
Who's so near the furthest reaches of the bleak abyss?
My realm—what realm has stretched so far?
And my honey—who has tasted that? . . .

There you are, my friends!—Alas, so I'm not the man,
           not the one you're looking for?
You hesitate, surprised!—Ah, your anger would be better!
Am I no more the one? A changed hand, pace, and face?
And what am I—for you friends am I not the one?

Have I become another? A stranger to myself?
           Have I sprung from myself?
A wrestler who overcame himself so often?
Too often pulling against his very own power,
wounded and checked by his own victory?

I looked where the wind blows most keenly?
           I learned to live
where no one lives, in deserted icy lands,
forgot men and god, curse and prayer?
Became a ghost that moves over the glaciers?

—You old friends! Look! Now your gaze is pale,
           full of love and horror!
No, be off! Do not rage! You can't live here:
here between the furthest realms of ice and rock—
here one must be a hunter, like a chamois.

I've become a wicket hunter! See, how deep
           my bow extends!
It was the strongest man who made such a pull—
Woe betide you! The arrow is dangerous—
like no arrow—away from here! For your own good! . . .

You're turning around?—O heart, you deceive enough,
           your hopes stayed strong:
hold your door open for new friends!
Let the old ones go! Let go the memory!
Once you were young, now—you are even younger!

What bound us then, a band of one hope—
           who reads the signs,
love once etched there—still pale?
I compare it to parchment which the hand
fears to touch—like that discoloured, burned.

No more friends—they are . . . But how can I name that?—
           Just friendly ghosts!
That knocks for me at night on my window and my heart,
that looks at me and says, "But we were friends?"—

"When i was a boy" by Friedrich Holderlin

When I was a boy
  a god would often rescue me
      from the shouting and violence of humans.
        Then, safe and well, I would play
            with the meadow flowers,
                  and heaven's breezes
                      would play with me. 

And as you delight the heart
of plants, stretching their tender
arms toward you,
Father Helios,
so you delighted my heart,
and I was your beloved,
holy Luna, just like Endymion!

 
All you faithful
friendly gods!
I wish you knew
how my soul loved you!

 
Naturally I couldn't call you
by name then, nor did you use
mine, as humans do, as if
they really knew each other.

 
But I was better acquainted with you
than I ever was with humans.
I knew the stillness of the Aether:
I never understood the words of men.

 
The euphony of the rustling
meadow was my education;
among flowers I learned to love.

 
I grew up
in the arms of the gods.

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

"Καλοκαιρι" Κ.Καρυωτακης

Ἔχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δὲν ξέρω κἂν γιατί μᾶς ἦρθε
τὸ καλοκαῖρι αὐτό.
Γιὰ ποιὰν ἀνέλπιστη χαρά,
γιὰ ποιὲς ἀγάπες
γιὰ ποιὸ ταξίδι ὀνειρευτό.

"Morning Hymn" Franz Werfel

I am not dead. Through slit and crack
The piercing ray only glanced me,
And in the glow of self-possession
I survive once more once again.

Through open shutters with waves surges
A blue that does not look blue to me.
Like a baby the air's nursed itself
Full of the sun's milk that melts down.

On the sea a steamer's whistle
Blows like a rutting stag.
From mountains flashes a secret army's
Visible-invisible birth.

I am not dead. I'd like to shout loud
On this day of who gets mercy,
That today each of my sails fills
Themselves once more once again.

"If, after I die" by Fernando Pessoa

If, after i die, they should want to write my biography,
There's nothing simpler.
I've just two dates - of my birth, and of my death.
In between the one thing and the other all the days are
mine.

I am easy to describe.
I lived like mad.
I loved things without any sentimentality.
I never had a desire i could not fulfil, because
I never went blind.
Even hearing was to me never more than an
accompaniment of seeing.
I understood that things are real and all different from
each other;
I understood it with the eyes, never with thinking.
To understand it with thinking would be to find them
all equal.

One day I felt sleepy like a child.
I closed my eyes and slept.
And by the way, i was only nature poet.