Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Sappho


He appears to me, that one, equal to the gods,
the man who, facing you,
is seated and, up close, that sweet voice of yours
he listens to

And how you laugh your charming laugh. Why it
makes my heart flutter within my breast,
because the moment i look at you, right then, for me,
to make any sound at all won’t work any more.

My tongue has a breakdown and a delicate
— all of a sudden — fire rushes under my skin.
With my eyes i see not a thing, and there is a roar
that my ears make.

Sweat pours down me and a trembling
seizes all of me; paler than grass
am i, and a little short of death
do i appear to me.

Heidi Elva ~ The Heart Is A Lonely Hunter


Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

"Before Sleep" Ezra Pound

The lateral vibrations caress me,
They leap and caress me,
They work pathetically in my favour,
They seek my financial good.

She of the spear stands present.
The gods of the underworld attend me, O Annubis,
These are they of thy company.
With a pathetic solicitude they attend me;
Undulant,
Their realm is the lateral courses.


Light!
I am up to follow thee, Pallas.
Up and out of their caresses.
You were gone up as a rocket,
Bending your passages from right to left and from left to right
In the flat projection of a spiral.
The gods of drugged sleep attend me,
Wishing me well;
I am up to follow thee, Pallas.

"ΟΙ ΚΟΥΦΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ" Τ.Σ.ΕΛΙΟΤ

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε οι παραφουσκωμένοι άνθρωποι
Γέρνοντας μαζί
Με την περικεφαλαία γεμάτη με άχυρο. Αλίμονο!
Οι εξαντλημένες μας φωνές όταν
Μαζί ψιθυρίζουμε
Είναι βουβές και άσκοπες
Όπως ο αέρας στο ξερό χορτάρι
Ή τα πόδια των ποντικών πάνω σε σπασμένα γυαλιά
στο ξηρό μας κελάρι
Μορφή δίχως φόρμα, σκιά δίχως χρώμα,
Δύναμη παραλυμένη, χειρονομία δίχως κίνηση˙
Εκείνοι που διέσχισαν
Με το βλέμμα ευθύ, στου θανάτου την άλλη Βασιλεία
Μας θυμούνται —όπως ήμασταν— όχι σαν χαμένες
λυσσαλέες ψυχές, αλλά μοναχά
Σαν τους κούφιους ανθρώπους
Του παραφουσκωμένους ανθρώπους.
ΙΙ
Βλέμματα που δεν τολμώ στο όνειρο να αντικρίσω
Στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
Αυτά δεν εμφανίζονται:
Εκεί, τα βλέμματα είναι
Ηλιόφως σε έναν σπασμένο κίονα
Εκεί, είναι ένα δέντρο που ταλαντεύεται
Και υπάρχουν φωνές
Στου ανέμου το τραγούδι
Πιότερο μακρινές και ακόμα πιο ιερές
Απ’ ότι ένα αστέρι που σβήνει.
Ας μη βρεθώ πιο κοντά
Στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
Κι ακόμα ας ντυθώ
Με μια τέτοια προμελετημένη μεταμφίεση
Τη δορά του ποντικού, το πετσί του κορακιού,  σανίδια σταυρωτά  Σε ένα λιβάδι
Και όπως φυσάει ο άνεμος τα πάει
Όχι πιο κοντά—
Όχι αυτή η τελική συνάντηση
Στο βασίλειο του λυκόφωτος.
ΙΙΙ
Αυτή είναι η νεκρή χώρα
Αυτή είναι  του κάκτου η χώρα
Εδώ τα λίθινα ειδώλια
Υψώνονται, εδώ δέχονται
Την ικεσία από το χέρι ενός νεκρού ανθρώπου
Κάτω από την μαρμαρυγή ενός αστεριού που σβήνει.
Κάπως έτσι είναι
Στου θανάτου την άλλη βασιλεία
Ξυπνάς μοναχός
Εκείνη την ώρα που εμείς
τρέμουμε με τρυφερότητα
Χείλη που θα φιλούσαν
Πλάθουν προσευχές για τη σπασμένη πέτρα.
IV
Τα βλέμματα δεν είναι εδώ
Εδώ δεν υπάρχουν βλέμματα
Σ’ αυτή την κοιλάδα των άστρων που πεθαίνουν
Σ’ αυτή την κούφια κοιλάδα
Το σπασμένο αυτό σαγόνι των χαμένων βασιλείων μας
Σε αυτόν τον ύστατο τόπο συνάντησης
Μαζί ψαχουλεύουμε
Και αποφεύγουμε τα λόγια
Συγκεντρωμένοι  στην αμμούδα του ξεχειλισμένου ποταμού
Τυφλοί, εκτός κι αν
Τα μάτια επανέλθουν
Όπως το αιώνιο άστρο
Ρόδο εκατόφυλλο
Της λυκόφωτης του θανάτου βασιλείας
Η ελπίδα μόνο
Των κενών ανθρώπων.
V

Γύρω-γύρω όλοι
Φραγκόσυκο στη μέση
Γύρω-γύρω όλοι
Στις πέντε ξημερώνει

Μεταξύ της ιδέας
Και της πραγματικότητας
Μεταξύ της κίνησης
Και της πράξης
Ενσκήπτει η Σκιά
Ότι Σου εστίν η Βασιλεία
Μεταξύ της επινόησης
Και της δημιουργίας
Μεταξύ του αισθήματος
Και της ανταπόκρισης
Ενσκήπτει η Σκιά
Η ζωή είναι μακριά πολύ

Μεταξύ της επιθυμίας
Και του σπασμού
Μεταξύ της ισχύος
Και της ύπαρξης
Μεταξύ της ουσίας
Και της πτώσης
Ενσκήπτει η Σκιά
Ότι Σου εστίν η Βασιλεία
Ότι Σου εστίν
Είναι η ζωή
Ότι Σου εστίν

Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με έναν κρότο αλλά με ένα κλαψούρισμα

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

"The Litanies Of Satan" Charles Baudelaire

Oh you, the most knowing, and loveliest of Angels,
a god fate betrayed, deprived of praises,
O Satan, take pity on my long misery!
Oh, Prince of exile to whom wrong has been done,
who, vanquished, always recovers more strongly,
Oh Satan, take pity on my long misery!
You who know everything, king of the underworld,
the familiar healer of human distress,
Oh Satan, take pity on my long misery!
You who teach even lepers, accursed pariahs,
through love itself the taste for Paradise,
Oh Satan, take pity on my long misery!
Oh you who on Death, your ancient true lover,
engendered Hope – that lunatic charmer!
Oh Satan, take pity on my long misery!
You who grant the condemned that calm, proud look
that damns a whole people crowding the scaffold,
Oh Satan, take pity on my long misery!
You who know in what corners of envious countries
a jealous God hid those stones that are precious,
Oh Satan, take pity on my long misery!
You whose clear eye knows the deep caches
where, buried, the race of metals slumbers,
Oh Satan, take pity on my long misery!
You whose huge hands hide the precipice,
from the sleepwalker on the sky-scraper’s cliff,
Oh Satan, take pity on my long misery!
You who make magically supple the bones
of the drunkard, out late, who’s trampled by horses,
Oh Satan, take pity on my long misery!
You who taught us to mix saltpetre with sulphur
to console the frail human being who suffers,
Oh Satan, take pity on my long misery!
You who set your mark, o subtle accomplice,
on the forehead of Croesus, the vile and pitiless,
Oh Satan, take pity on my long misery!
You who set in the hearts and eyes of young girls
the cult of the wound, adoration of rags,
Oh Satan, take pity on my long misery!
The exile’s staff, the light of invention,
confessor to those to be hanged, to conspirators,
Oh Satan, take pity on my long misery!
Father, adopting those whom God the Father
drove in dark anger from the earthly paradise,
Oh Satan, take pity on my long misery!