Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

"Θανατος" Γ.Μ.Γειτς

Ούτε το φόβο, ούτε την ελπίδα περιμένει
ένα ζώο καθώς πεθαίνει.
Ο άνθρωπος το τέλος πλησιάζει
πάντα φοβάται και πάντα ελπίζει
Πολλές φορές έχει πεθάνει
φορές πολλές ξανά έχει ανθίσει.
Μα του μεγάλου ανθρώπου η περηφάνεια
τον χλευασμό της μεγάλο ορθώνει
Όταν σε αγνώστους μπροστά γεμάτους φόνο
η τελευταία ανάσα του παγώνει.
Τον θάνατο γνωρίζει μέχρι τα κόκαλά του,
ο άνθρωπος δημιουργός είναι του θανάτου.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

"Ειμαστε "Ενα"..." Γιαννης Μαυροματιδης

Δεν ειμαστε δυο αγνωστες ψυχες,δυο ξενα σωματα.
Ειμαστε δυο αποκομμενα κομματια ενος συμπαντος που μια μερα θα γινει
και παλι ενα.
Και θα ενωθουν τα κορμια μας σε μια τελεια,μοναδικη ενωση
κι οσο θα διεισδυουμε πιο βαθεια ο ενας στον αλλον
Τοσο θα θα βλεπουμε ποσο πολυ ταιριαζουν
ολα αυτα που περιμεναν μεσα μας κι ολα αυτα τα ημιτελη που στελναμε στους αγνωστους προορισμους του πεπρωμενου,
για να γυρισουν και παλι πισω σε μας ολοκληρωμενα....

"Στων μαυρισμενων μου καραβιων..." Γιαννης Μαυροματιδης

Κατω απ' την σκια των επαλξεων
της απορθητης Τροιας σου
Στων μαυρισμενων μου καραβιων
τις σιωπιλες πρυμνες
Καθε νυχτα χαραζω τ' ονομα σου
Και προσευχομαι στους ζηλοφθονους Θεους
η' να τα γκρεμισω αυτα τα τειχη η' να πεθανω μπροστα τους...

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

"Παραίτηση" Fernando Pessoa

Πάρε με, ω νύχτα αιώνια, στην αγκαλιά σου
Και γιο σου ονόμασέ με.
Είμαι ένας βασιλιάς
Που με τη θέλησή μου εγκατέλειψα
Το θρόνο μου, από όνειρα και κούραση φτιαγμένο.

Το σπαθί μου, βαρύ για τα κουρασμένα μπράτσα μου,
Σ’ αρρενωπά κι ήρεμα χέρια παρέδωσα.
Σκήπτρο και στέμμα –τα ’φησα
Στον προθάλαμο, στο δάπεδο κομμάτια.

Την πανοπλία μου, τόσο ανώφελη,
Τα σπιρούνια μου, με το μάταιο κουδούνισμά τους
Τ’ άφησα πάνω στα κρύα σκαλοπάτια.

Αποδύθηκα την πραγματικότητα, ψυχή τε και σώματι,
Κι επέστρεψα στην κρύα και ήρεμη νύχτα
Σαν το τοπίο όταν αργοπεθαίνει η μέρα.

Αντόνιο Μπότο

Με βεβαιότητα λένε ότι η ζωή είναι σύντομη.
Λάθος - Η ζωή είναι μεγάλη:
Γιατί σ' αυτή χωράει ο αιώνιος έρωτας
Κι ακόμα ζωή περισσεύει.

Νικηφόρος Βρεττάκος


Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω.
Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο· ήξερα
πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες
του ήλιου το φως. Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας
μές από τόση διαύγεια τον κόσμο,
μες από σένα - πλησιάζουν τα πράγματα,
γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα μπορώ
ν' αρθρώσω την τάξη του σ' ένα μου ποίημα.
Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω
σ' ευθείες το φως.

"Μια πανσεληνος εισαι κι εσυ" Γιαννης Μαυροματιδης

Δυο ολογιομα φεγγαρια στον κοσμο αποψε.
Ενα καρφιτσωμενο στο μαυρο βελουδο του ουρανου
και τ' αλλο γυμνο,ξαπλωμενο πανω στο μαυρο βελουδο του ερωτα μου.
Γιατι μια πανσεληνος εισαι κι εσυ,
ολολαμπρη,μυστηριωδης,ανυποτα μαγευτικη.
Με τις βαθειες κοιλαδες σου και τα γεματα σου βουνα
πασπαλισμενα με την χρυσοσκονη μιας ομορφιας που ομοια της δεν ξαναδε ποτε ο κοσμος.
Δεν θελω να ξημερωσει αυτη η νυχτα,
μακαρι να μεναμε για παντα εγκλωβισμενοι μεσα σ' αυτην την μαγεια.
Κι ετσι να ηταν για εμας η υπολοιπη αιωνιοτητα,
μια αξημερωτη νυχτα παραφορου παθους,μια νυχτα μ' ανεξιτηλα σημαδια
κι ορκους αγαπης που δεν θα διαψευτουν ποτε...

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

"Τα σκοτεινα νερα της μοναξιας σου" Γιαννης Μαυροματιδης

Αγαπημενη μου,
δεν ειναι ανικητα ολα αυτα που ορθωνονταν ως τωρα δυσθεωρατα βουνα μπροστα σου.
Μια σου κινηση μονο φτανει για να ταραχθουν τα σκοτεινα νερα της μοναξιας σου
Και σπασει σε απειρα μικρα κομματια η λεια επιφανεια της,
φανερωνοντας σε ολα αυτα που σε περιμεναν υπομονετικα τοσο καιρο μεσα της...

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

"Alone" E.A.POE


"Σαν φως" Γιαννης Μαυροματιδης

Eτριξε το παλιο ξυλινο πατωμα
καθως τα μπερδεμενα βηματα μας εφερναν μια απο κει και μια απο δω.
Σηκωθηκε συννεφο η πολυκαιρισμενη σιωπη την στιγμη που σε ξαπλωνα πανω του
κι εμοιαζε να μας τυλιγει ενα λαμπυριζων συννεφο αιωρουμενων κοκκων σκονης.
Για μια στιγμη εμεινα μετεωρος κι εγω σκυμενος πανω απο την αποκαλυμενη ομορφια του γυμνου κορμιου σου.
Κι ειδα την εικονα μου απεναντι σ' ενα κομματι σκονισμενου καθρεπτη:
ειχα μεταμορφωθει σε απειρες ακτινες φωτος και σαν φως με αγκαλιαζες,σαν φως με φιλουσες,σαν φως με δεχοσουν μεσα σου...

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

"Living in Love" Gerald G. May

There is a desire within each of us,
in the deep center of ourselves
that we call our heart.
We were born with it,
it is never completely satisfied,
and it never dies.
We are often unaware of it,
but it is always awake.

It is the Human desire for Love.
Every person in this Earth yearns to love,
to be loved, to know love.
Our true identity, our reason for being
is to be found in this desire.

Love is the "why" of life,
why we are functioning at all.
I am convinced
it is the fundamental energy
of the human spirit.
the fuel on which we run,
the wellspring of our vitality.

And grace,
which is the flowing,
creative activity, of love itself,
is what makes all goodness possible.

Love should come first,
it should be the beginning of,
and the reason for everything.”

"Στη νύχτα θα μπούμε" Pablo Neruda

Στη νύχτα θα μπούμε
για να κλέψουμε
ένα κλαδί ανθισμένο.


Θα περάσουμε τον τοίχο,
στον ερεβώδη ξένο κήπο,
δυο σκιές μες στο σκοτάδι.


 Ακόμα δεν έφυγε ο χειμώνας,
και ξαφνικά η μηλιά
μοιάζει να έγινε
καταρράκτης αστεριών ευωδιαστών.


 Στη νύχτα θα μπούμε
ως το τρεμουλιαστό της στερέωμα,
και τα μικρά σου χέρια και τα δικά μου
θα κλέψουν τ' αστέρια.


 Και σιωπηλά,
στο σπίτι μας,
στη νύχτα και στο σκοτάδι,
με τα βήματά σου θα μπει
το άηχο βήμα της ευωδιάς
και με τα πόδια μ' άστρα γεμάτα
το διάφανο σώμα της άνοιξης.

"Twilight" Guillaume Apollinaire

Brushed by the shadows of the dead

On the grass where day expires

Columbine strips bare admires

her body in the pond instead



A charlatan of twilight formed

Boasts of the tricks to be performed

The sky without a stain unmarred

Is studded with the milk-white stars



From the boards pale Harlequin

First salutes the spectators

Sorcerers from Bohemia

Fairies sundry enchanters



Having unhooked a star

He proffers it with outstretched hand

While with his feet a hanging man

Sounds the cymbals bar by bar



The blind man rocks a pretty child

The doe with all her fauns slips by

The dwarf observes with saddened pose

How Harlequin magically grows

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

"Σε μια θαλασσα αμηχανιας" Γιαννης Μαυροματιδης

Διασχιζουμε μια βουβη θαλασσα αμηχανιας.
Με οσα ροδοπεταλα κι αν αρωματισουμε και χρωματισουμε
τα μαυρα της νερα.
Η ιδια αλμυρα θα μας καιει τα χειλη...

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

"Mystic" Arthur Rimbaud


On the slope of the knoll angels
whirl their woolen robes
in pastures of emerald and steel.
Meadows of flame leap up to the summit of the little hill.

At the left, the mold of the ridge is trampled by all the homicides
and all the battles, and all the disastrous noises
describe their curve. Behind the right-hand
ridge, the line of orients and of progress.

And while the band above the picture is composed of the revolving
and rushing hum of seashells and of human nights,
The flowering sweetness of the stars and of the night
and all the rest descends, opposite the knol
l, like a basket,-- against our face, and
makes the abyss perfumed and blue below.

"ΕΠΙΓΝΩΣΗ" Μανόλης Αναγνωστάκης

Όλα αυτά σου θυμίζανε τόσο έντονα ναυαγισμένες επικλήσεις Ερειπωμένες επιθυμίες, όνειρα, χέρια ετοιμοθάνατα. (Κάτω από κάθε υπόθεση ασφάλεια σχετική). Πρέπει, λοιπόν, να συμπληρώσεις κάθε εικόνα σύμφωνα με τη θέλησή σου. Εδώ κάτι θ’ αλλάξει, να πούμε η παρουσία ενός τρίτου, Δημιουργώντας μια ποίηση πάνω από κάθε κατάστροφή Χωρίς να λησμονούμε κάποτε εντελώς τον προορισμό μας. Αν τώρα πάλι από παντού καμιά ανταπόκριση Κάτι απροσδόκητα ζημίωσε, κάτι που δεν το καταλάβαμε καλά.
 Όμως εμείς, αν θέλετε, είμαστε έτοιμοι ακόμα.

Αποσπάσματα από το ημερολόγιο της Μαρίας Πολυδούρη

3 Μαΐου

Τον αγαπώ… Τον αγαπώ καμμιά αμφιβολία πεια. Ό,τι νοιώθω σιμά του κι’ ό,τι δοκιμάζω μακρυά του το γνωρίζω για πρώτη φορά. Δεν μιλώ εν τούτοις υποφέρω και υποφέρει και κείνος αλλά έτσι πρέπει να γίνη. Πρέπει να υποφέρω να πονέσω να κλάψω για να εξιλεωθώ. Δέχτηκα κείνη τη βραδυά τη μυστική εξομολόγησί του με τόση αδιαφορία φαινομενική, θυμάμαι, που του συνέστησα γαλήνη!… Τώρα υποφέρω τρομερά… με νοιώθει άραγε;



Σήμερα στο Ζάππειο ήμουν με το Χριστόφορο - καλό μου παιδί! - και τον είδαμε να περνάη μπρος μας. Τον φώναξα στο τραπέζι μας. Έπαιζε η μουσική και η καρδιά μου έτρεμε σαν του πουλιού. Τα μάτια του. Το χαιρετισμό του! μ’ αγαπάει. Τον αγαπώ.



Για τον Πίπη; δεν μιλώ πεια γι’ αυτόν. Είνε σιμά μου, μου φέρεται σαν πατέρας, με την προτεταμένη κοιλιά του, με τα σχεδόν γκρίζα μαλλιά του - οποία παραμόρφωσις!- μου είνε συμπαθής τόσο όσο να ξεχνώ ότι άλλοτε μακρυά του μόνη όπως ήμουν τον είχα αγαπήσει - τι αυταπάτη! -

Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω αράγε όσο θέλω να σ’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;

4 Μαΐου Μεσάνυχτα


Γύρισα απ’ τον περίπατο μόλις τώρα… τελείωσαν πεια όλα και οι δειλίες και οι φοβεροί πόνοι. Μ’ αγαπάει τον αγαπώ… Τι νυχτιά κοντά στο κύμα που έσπαε απαλά μπρος στα πόδια μας… το πυροφάνι… τ’ αστέρια… τα μάτια του πόσο πηδούν όλα αυτά μέσα στο νου μου… Χτυπάει γοργά η καρδιά μου σαν ωρολόγι, θάλεγε κανείς πως προφέρει τ’ όνομά του Τά-κη…



9 Μαΐου δείλι



Θα φύγω… θα πάω μακρυά του με την ελπίδα πως θα βρω λίγη γαλήνη στον τόπο που προσφιλείς υπάρξεις θα με συντροφεύουν. Δεν βαστώ πλέον τον πόνο που μου δίνει η παρουσία του… θα δοκιμάσω τον πόνο του χωρισμού μας για καμπόσες μέρες. Τάκη… Τάκη αγαπημένε μου! κάτι μου ψέλνει μέσα μου πως δεν θα κάνω μακρυά σου… Πονώ, υποφέρω κοντά σου κι’ όταν δεν θα νοιώθω πλέον το ικε[τε]υτικό κείνο βλέμμα σου που με ποτίζει το θάνατο, όταν δεν θ’ ακούω πλέον τα γλυκά σου λόγια που σταλάζουν ένα-ένα απ’ τα χείλη σου… όταν δεν θα προσμένω όπως πάντα να φανής σαν φως μεσ’ στο σκοτάδι που με ζώνει… πως θ’ αντεξω; Κι’ όμως πρέπει να φύγω, φοβούμαι κάθε στιγμή που διαβαίνει… Τι φοβούμαι; δεν ξέρω. Το θάρρος μου μ’ εγκατέλειψε πεια… η ψυχή μου τρέμει… το αίμα μου φεύγει - μου φαίνεται - σταγόνα-σταγόνα από το σώμα μου… Είμαι τρελλή; Τι ψέλνει όλη η φύσι έξω; Τι τραγούδι λένε τα πουλιά; δεν το αναγνωρίζω… Το κάθε τι που κυττάζω μου φαίνεται πως μικραίνει μικραίνει και τέλος χάνεται από τα μάτια μου…



12 Μαΐου Μεσάνυχτα



Δυστυχισμένη για πάντα! γιατί να το μάθω; γιατί να μη ζω καλλίτερα μέσα στο γλυκό όνειρο της αγάπης του που τόσο ανύποπτα δεχόμουν; Τάκη Τάκη! Πονεμένος όπως ήσουν, ανίκανος να βαστάξεις μόνος το βάρος του πόνου, ζήτησες κάποιον να σε βοηθήση και βρήκες μένα. Το δέχτηκα σαν ένα μπουκέτο άνθη κι’ αν δεν παραπονεθώ σε σένα πως να παραπονεθώ στη μοίρα μου; Τι λοιπόν; Εγώ είμαι το καταφύγιο της κάθε πονεμένης ψυχής… είμαι η βουβή σπηλιά που αποκρίνεται με την ηχώ στους στεναγμούς του κουρασμένου διαβάτη… αδερφή του ελέους με την κουρασμένη καρδιά; ε Τάκη;



Όταν σκέπτομαι μέσ’ στα νευρικά φιλιά που μου δίνεις πως κάποια άλλη που την έσπρωξε η μοίρα κοντά σου πριν από μένα σε δίδαξε να φιλής έτσι… και στα σφιχταγκαλιάσματά σου τ’ απελπισμένα μου φαίνεται πως ακούω τη φωνή της καρδιάς σου να μου φωνάζη - φτωχό πλάσμα! - όταν φανερά ξάστερα βλέπω μέσα στα μάτια σου τον ταξειδιάρη λογισμό σου να φεύγη σαν πουλί μακρυά μου και να μου αφήνη μόνο τα χέρια σου πλεγμένα στα δικά μου… όταν στ’ αγκάλιασμά μας κείνο που κάνει αδύνατη την ιδέα του χωρισμού… νοιώθω με μια ανατριχίλα θανάτου τη σκιά της άλλης να υψώνεται μεταξύ μας και να μας χωρίζη πως θέλεις να μην πονώ αφού αγαπώ τόσο;…



Τάκη μου λετρεμένε! άσε στην αγκαλιά μου το βάρος του πόνου σου, είμαι δυνατή… σ’ αγαπώ και θα το βαστάξω… τη θυσία που μου ζητάς να εξιλεώσω στα μάτια σου τη Γυναίκα σου την προσφέρω… Ρίχνω τη ζωή μου στα πόδια σου και συχώρεσέ με αν άνθρωπος καθώς είμαι πονώ… πονώ πολύ μπροστά σου.



15 Μαΐου Κυριακή βράδυ



Λιγώτερο πονώ από χθες βράδυ που τον άκουσα να μιλή ειρωνικά για τις υποψίες μου πως αγαπάει ακόμα την πρώτη. είπε μάλιστα μια φράσι τόσο ταπεινωτική για κείνη που μ’ έκανε να ανατριχιάσω. Σκέφτηκα: πρέπει ασφαλώς να μη την αγαπά πεια για να μιλή έτσι για κείνην άλλως θα είνε ένας πολύ κακός.



Αλλά χίλιες άλλες σκέψεις με κυκλώνουν. Οι πονεμένοι στίχοι του μαρτυρούν τον μεγάλο πόνο που έχυσε στην ψυχή του Εκείνη. Το ότι την αγάπησε πολύ είνε αναμφισβήτητο. Το ότι την αγαπάει ακόμα χωρίς να το θέλει πολύ πιθανόν. Μου είχε ειπή ότι προ 3 χρόνων είχε διακόψει σχέσεις μαζί της κι’ όμως ήρθε προ ολίγων ημερών στο Γραφείο του, την είδα να κάθεται σιμά του. (Ξέρω ακόμα ότι επρόκειτο να πάη σπίτι της που ήταν άρρωστο το παιδί της. Μου είπε μάλιστα ο ίδιος - υποπτεύομαι πολύ την αλήθεια του - πως οι δικοί του (φίλοι της αγάπης του και εν γνώσει του σκανδάλου αυτού) τον έστελναν να πάη σπίτι της να ιδή το παιδί της). Μου είπε ακόμα πως της επανέλαβε τελειωτικά πλέον και πολύ απότομα πως δεν την αγαπάει.



Εννοώ πως όλα αυτά είνε ψέμματα που τα λέει για να με πείση πως μ’ αγαπάει, δεν του έκανα όμως καμμιά νύξι για να μη τον λυπήσω.



Ξέρω πως η επίδρασι που έχει απάνω του αυτή η γυναίκα έφθασε μέχρι του σημείου να τον απορροφήση, να του αφαιρέση κάθε ζωή… να τον καταστρέψη. Την αγαπάει από παιδάκι μέχρι τώρα που λευκές τρίχες εστόλισαν το νεανικό του κεφάλι, πως λοιπόν θέλω να την ξεχάση για λίγες μέρες σχεδόν που μπήκα εγώ στη ζωή του; Είμαι ένα δροσιστικό στον πόνο του και τίποτε πλέον, έτσι μου λένε τα λόγια του… τα μάτια του… οι στίχοι του. Κάθε δάκρυ μου που πλημμυρίζει τη ραγισμένη καρδιά μου είνε ένα χάδι στο ρυτιδωμένο από τον πόνο πρόσωπό του - στο κουρασμένο του μέτωπο, τι άλλο σημάδι θέλω; μου είπε πως με λυπάται γιατί τον αγαπώ… ότι είμαι γι’ αυτόν μια παρηγοριά…



Δεν τον μισώ για όλο αυτό το ψέμα που μου χαρίζει, δεν θα τον μισήσω ποτέ! Για τις αμαρτίες μιας ιδιότροπης γυναίκας πρέπει να υπάρξη ένα θύμα και είμαι γω.



…………………………………………………………………………………………....



Μια Κυριακή ολόκληρη που δεν τον είδα. Μου είπε ότι αναγκάστηκε να πάη ή μάλλον να συνοδεύση την αδελφή του σε κάποια εκδρομή στην Πεντέλη.



Η σκέψι μου δεν έφυγε ούτε στιγμή από σιμά του. Τον ακολουθούσε στο δρόμο του, στις ομιλίες του με τη συντροφιά, στο φαγητό του… στα γέλοια του…



Κι’ ευχαριστημένη στη σκέψι αυτή, γελαστή στρέφω τα μάτια στο παράθυρο ν’ αντικρύσω τον αποσπερίτη, το αγαπημένο αστέρι που διώχνει τις σκοτεινιές της ψυχής μου σαν κρυφή ελπίδα - Με θυμάται; -



16 Μαΐου 2 μετά το μεσονύχτι



Είχε μεσολαβήσει μια μέρα που δεν ιδωθήκαμε κι’ έτσι σήμερα με τι λαχτάρα βρέθηκε ο ένας κοντά στον άλλον! τι θέρμη που έχουν τ’ ατέλειωτα φιλιά του. αρχίζω να πιστεύω πως μ’ αγαπάει. Χθες δεν επήγαν στην εκδρομή και το απόγευμα στις 6 ήλθε σπίτι μου. Εχτύπησε το κουδούνι αλλ’ όλοι έλειπαν, εγώ εκοιμώμουν, δεν κατώρθωσα να το ακούσω. Ελυπήθηκα πολύ γιατί ένοιωσε τη λύπη που ένοιωσα κι’ εγώ όλη την ημέρα μακρυά του! Έχω μόλις γυρίσει απ’ τον περίπατό μας. Το καινούργιο φεγγάρι παραμόνευε με ζηλιάρα περιέργεια τα φιλιά μας.







17 Μαΐου Μεσάνυχτα



Εγώ είμαι το θύμα! Τι να γίνη; Ζητούσα μέσα στο σκοτάδι το φως που δίνει η αγάπη, ζητούσα ν’ αγαπήσω. Γιατί ν’ αγαπήσω έναν ευτυχή που τόσα άλλα πράγματα είνε σε θέσι να του δώσουν την ευτυχία; Η αγάπη μου για γιατρικό στα χείλη σου Τάκη! Είμαι η δροσερή βρυσούλα που μάταια ζητάει να σε ποτίση τη λησμόνια. Και σε βλέπω ν’ αγωνιάς στην αγκαλιά μου ενώ τα χέρια μου άτονα, αδύναμα υψώνονται σε παράκλησι - απόδωσέ τον μου! -







18 Μαΐου Μεσάνυχτα



Ήρθε τ’ απόγευμα στο γραφείο ο αδελφή του να τον πάρη και την έδιωξε αφού λίγες στιγμές πριν είχα διώξει και γω το Χριστόφορο. Το καϋμένο το κορίτσι! ένα γλυκό πλάσμα σαν άγγελος στερήθηκε την συντροφιά του αδελφούλη της τόσο πολύ. Έφυγε μονάχο του με το γέλοιο στα χείλη. Πόσες χιλιάδες φορές θα προτιμούσα να τον στερηθώ εγώ σήμερα για χάρι της! Αλλά πάλι κείνη τον έχει πάντα μαζί της ενώ εγώ προσμένω ώρα την ώρα την ημέρα να σβήση για να βρεθώ λίγες στιγμές μαζί του που περνούν δίχως να το νοιώσω! Επήγαμε μαζί σ’ ένα καφφενεδάκι εξοχικό στα Πατήσια. Ένα κονσέρτο αρκετά καλά κατηρτισμένο έρριχνε στην ψυχή μας ένα πέπλο μελαγχολίας. Το παράπονο του ερώμενου της Τόσκας που εχυνόταν από το γλυκό βιολί έκανε τα μάτια του να πλημμυρίσουνε δάκρυα και τα χείλη του να μου ψιθυρίσουν με πόνο - πόσο σ’ αγαπώ! - Λατρεμένε μου Τάκη! και να μη σε πιστεύω ύστερα… ανίκανη να νοιώσω το θησαυρό που κλείνεις στη μεγάλη ψυχή σου. Γιατί όμως το τραγούδι κείνο “πεθαίνω απελπισμένος” θέλεις να θυμηθή ο καθένας μας όταν ο ένας πεθάνει πριν από τον άλλον; Γιατί εγώ αν πεθάνω στην αγκαλιά σου μέσα, στα χάδια της αγάπης σου να θυμηθώ τη στροφή αυτή ή εσύ πεθάνης μέσα στις ενδείξεις της άπειρης αγάπης μου να ειπής - πεθαίνω απελπισμένος: -



Πόσο σ’ αγαπώ!







19 Μαΐου



Δεν έχω καμμιά πεποίθησι στην αγάπη του όπως καθένας που αγαπάει πολύ. Σήμερα πριν ετοιμασθούμε για τον περίπατό μας επαρουσιάστηκε στο γραφείο μου. Μου φάνη πως είχε μια ψυχρότητα ακατανίκητη κι’ η καρδιά μου χτυπούσε με τρόμο. Εβγήκαμε - μου είπε ότι είχε κάποιο γράμμα κι’ επειδή ήταν επείγον ήθελε να πάμε στο ταχυδρομείο να το ρίξη. Δε μου έμενε καμμιά αμφιβολία πλέον ότι το γράμμα αυτό προοριζόταν για την άλλη. Επήγαμε και πράγματι το γράμμα ερίχτηκε στο “en ville”. Έπνιξα όλο μου τον πόνο και στον περίπατο εφάνηκα αρκετά εύθυμη, εν τούτοις μερικές στιγμές με πρόδιδαν και μου είπε - Τι είνε εκείνο που σε κάνει να πονείς τόσο πολύ; είνε ίσως κάτι που δεν πρέπει να ξέρω εγώ; - Τον εβεβαίωσα ότι κανένα πλέον μυστικό δεν είχα. ό,τι εκρυβόταν μέσα μου του το είχα ομολογήσει. Επήγαμε κοντά στο κύμα. το φεγγαράκι έπαιζε με τα κύματα που έφταναν στα πόδια μας ξεψυχισμένα… Τι ευτυχισμένες στιγμές σαν ξεχνώ και πως ξεχνώ σαν βρίσκομαι σιμά του πως η καρδιά του είναι τόσο λίγο δική μου…



Εζήτησα να αγαπήσω κι’ αγάπησα τι άλλο θέλω πλέον; όλα όσα κάνω είναι αγιασμένα από την αγάπη μου, δεν είμαι καθόλου το αδύνατο πλάσμα που ζητάει στήριγμα στην αγάπη σου, είμαι η ψυχή που υπομένει ανίκητη ένα μαρτύριο.

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

"Εφιαλτης..." Γιαννης Μαυροματιδης

Αποψε φωλιασε ενας απροσδιοριστος κι επωδυνος φοβος μεσα σου.
Νιωθεις το σκοταδι στο δωματιο σου τοσο πηχτο που θα μπορουσες να το κοψεις με μαχαιρι.
Μια βαρια σκια χαμηλωνει το ταβανι,στενευει τους τοιχους
κι αυτη η ασυμμετρη γεωμετρια σε πλακωνει στο στηθος.
Πεφτεις στο κρεββατι και το στρωμα βουλιαζει αφυσικα πολυ σε σχεση με το σωμα σου.
Υπαρχει κατι αλλο εδω αποψε μαζι σου.
Κατι εξω απο την λογικη του κοσμου σου,εξω απ' ολα αυτα που θα σε περιμενουν ματαια οταν τελειωσει αυτος ο εφιαλτης...

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

"Love and Death" William Butler Yeats

Behold the flashing waters
A cloven dancing jet,
That from the milk-white marble
For ever foam and fret;
Far off in drowsy valleys
Where the meadow saffrons blow,
The feet of summer dabble
In their coiling calm and slow.
The banks are worn forever
By a people sadly gay:
A Titan with loud laughter,
Made them of fire clay.
Go ask the springing flowers,
And the flowing air above,
What are the twin-born waters,
And they'll answer Death and Love.

With wreaths of withered flowers
Two lonely spirits wait
With wreaths of withered flowers
'Fore paradise's gate.
They may not pass the portal
Poor earth-enkindled pair,
Though sad is many a spirit
To pass and leave them there
Still staring at their flowers,
That dull and faded are.
If one should rise beside thee,
The other is not far.
Go ask the youngest angel,
She will say with bated breath,
By the door of Mary's garden
Are the spirits Love and Death.

"Οταν συναντηθηκαμε..."Γιαννης Μαυροματιδης

Συναντηθηκαμε για πρωτη φορα σε καποιο ονειρο σου.
Σε κεινο το αγνωστο,μυστηριωδες δασος
που "χανοσουν" απο μικρο κοριτσακι.
Δεν θυμασαι,αλλα εγω ημουν παντα εκει.
Ημουν το δεντρο που εγειρες πανω του
να ξεκουραστεις.
Ημουν το απαλο αγγιγμα του ανεμου
που δροσιζε τα ξαναμμενα μαγουλα σου.
Ημουν το αρωμα χιλιαδων λουλουδιων
που απλωνονταν πολυχρωμο χαλι κατω απο τα ποδια σου.
Ημουν το κελαϊδισμα των πουλιων,το θροϊσμα των φυλλων,
το κελαρισμα του νερου.
Μην ψαχνεις να με δεις καπου,
γιατι ειμαι παντου.
Μην ψαχνεις να με βρεις σε κατι,
γιατι ειμαι τα παντα.
Μην ρωτας ποιος ειμαι,
δεν εχει ονομα ο ερωτας...

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

"The Bells" By Edgar Allan Poe



Hear the sledges with the bells -
Silver bells!
What a world of merriment their melody foretells!
How they tinkle, tinkle, tinkle,
In the icy air of night!
While the stars that oversprinkle
All the heavens seem to twinkle
With a crystalline delight;
Keeping time, time, time,
In a sort of Runic rhyme,
To the tintinnabulation that so musically wells
From the bells, bells, bells, bells,
Bells, bells, bells -
From the jingling and the tinkling of the bells.

II

Hear the mellow wedding bells -
Golden bells!
What a world of happiness their harmony foretells!
Through the balmy air of night
How they ring out their delight!
From the molten-golden notes,
And all in tune,
What a liquid ditty floats
To the turtle-dove that listens, while she gloats
On the moon!
Oh, from out the sounding cells
What a gush of euphony voluminously wells!
How it swells!
How it dwells
On the Future! -how it tells
Of the rapture that impels
To the swinging and the ringing
Of the bells, bells, bells,
Of the bells, bells, bells, bells,
Bells, bells, bells -
To the rhyming and the chiming of the bells!

III

Hear the loud alarum bells -
Brazen bells!
What a tale of terror, now, their turbulency tells!
In the startled ear of night
How they scream out their affright!
Too much horrified to speak,
They can only shriek, shriek,
Out of tune,
In a clamorous appealing to the mercy of the fire,
In a mad expostulation with the deaf and frantic fire,
Leaping higher, higher, higher,
With a desperate desire,
And a resolute endeavor
Now -now to sit or never,
By the side of the pale-faced moon.
Oh, the bells, bells, bells!
What a tale their terror tells
Of despair!
How they clang, and clash, and roar!
What a horror they outpour
On the bosom of the palpitating air!
Yet the ear it fully knows,
By the twanging
And the clanging,
How the danger ebbs and flows;
Yet the ear distinctly tells,
In the jangling
And the wrangling,
How the danger sinks and swells,
By the sinking or the swelling in the anger of the bells -
Of the bells,
Of the bells, bells, bells, bells,
Bells, bells, bells -
In the clamor and the clangor of the bells!

IV

Hear the tolling of the bells -
Iron bells!
What a world of solemn thought their monody compels!
In the silence of the night,
How we shiver with affright
At the melancholy menace of their tone!
For every sound that floats
From the rust within their throats
Is a groan.
And the people -ah, the people -
They that dwell up in the steeple,
All alone,
And who tolling, tolling, tolling,
In that muffled monotone,
Feel a glory in so rolling
On the human heart a stone -
They are neither man nor woman -
They are neither brute nor human -
They are Ghouls:
And their king it is who tolls;
And he rolls, rolls, rolls,
Rolls
A paean from the bells!
And his merry bosom swells
With the paean of the bells!
And he dances, and he yells;
Keeping time, time, time,
In a sort of Runic rhyme,
To the paean of the bells,
Of the bells -
Keeping time, time, time,
In a sort of Runic rhyme,
To the throbbing of the bells,
Of the bells, bells, bells -
To the sobbing of the bells;
Keeping time, time, time,
As he knells, knells, knells,
In a happy Runic rhyme,
To the rolling of the bells,
Of the bells, bells, bells -
To the tolling of the bells,
Of the bells, bells, bells, bells,
Bells, bells, bells -
To the moaning and the groaning of the bells.


"The Man He Killed" By Thomas Hardy

Had he and I but met
By some old ancient inn,
We should have set us down to wet
Right many a nipperkin!

But ranged as infantry,
And staring face to face,
I shot at him as he at me,
And killed him in his place.

I shot him dead because—
Because he was my foe,
Just so: my foe of course he was;
That's clear enough; although

He thought he'd 'list, perhaps,
Off-hand like—just as I—
Was out of work—had sold his traps—
No other reason why.

Yes; quaint and curious war is!
You shoot a fellow down
You'd treat, if met where any bar is,
Or help to half a crown.


Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

"Τις νυχτες..." Γιαννης Μαυροματιδης

Τις νυχτες ειμαι εγω που σου ψυθιριζω στο σκοταδι.
Στη δικη μου αγκαλια αφηνεσαι και κλεινεις ανεμελη τα ματια.
Τα δικα μου χερια ακουμπουν το κορμι σου πανω στα μεταξωτα σεντονια
Και τα δικα μου χειλη σ' αποχαιρετουν καθως βυθιζεσαι
στην διασταση των ονειρων, μ'απειρα,αχορταγα,λυσσασμενα φιλια...

"Ἀσκητική" Νίκος Καζαντζάκης.

Ἐρχόμαστε ἀπὸ μία σκοτεινὴ ἂβυσσο· καταλήγουμε σὲ μία σκοτεινὴ ἂβυσσο· τὸ μεταξὺ φωτεινὸ διάστημα τὸ λέμε Ζωή.
Εὐτὺς ὡς γεννηθοῦμε, ἀρχίζει κι ἡ ἐπιστροφή· ταυτόχρονα τὸ ξεκίνημα κι ὁ γυρισμός· κᾶθε στιγμὴ πεθαίνουμε. Γι΄ αὐτὸ πολλοὶ διαλάλησαν: Σκοπὸς τῆς ζωῆς εἶναι ο θάνατος.

Μὰ κι εὐτὺς ὡς γεννηθοῦμε, ἀρχίζει κι ἡ προσπάθεια νὰ δημιουργήσουμε, νὰ συνθέσουμε, νὰ κάμουμε τὴν ὓλη ζωή· κᾶθε στιγμὴ γεννιούμαστε. Γι΄ αὐτὸ πολλοὶ διαλάλησαν: Σκοπὸς τῆς ἐφήμερης ζωῆς εἶναι ἡ ἀθανασία....

Ἀσκητική, Νίκος Καζαντζάκης.

Τ.ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Ά, τα βράδια που βγαίνω, πίνω, πίνω, σαν τους αλκοολικούς, όλα τα πρόσωπα του δρόμου χωρίς ποτέ να ξεδιψάω, πολιτείες του κόσμου σας ξεφύλλισα σαν τις σελίδες μιάς μυθολογίας όπου μέσα βρήκα τους δικούς μου ήρωες, ανυπεράσπιστους κι ακατάλυτους
με πανοπλίες από σιδερένια θλίψη.

Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

"Ακολουθω το χαρτη σου" Ελένη Τομπέα


Ακολουθώ το χάρτη σου
φτάνω σε απόκρυφες κορφές
και ξεδιψώ τα χείλη μου
σε πηγές θαυματουργές!

Κάθε σημείο σου
τόπος μυστικός που με προσμένει
να μπήξω βαθιά στο χώμα του
σημαία...περιμένει...

Και όταν χορτάσω ολάκερος
τη χώρα τη δικιά σου
θα την βαφτίσω και όταν ξαναγυρνώ
θα προσκυνώ το όνομα σου!

"Πανω σ' ενα λευκο αλογο" Γιαννης Μαυροματιδης

Θα περιμενω υπομονετικα
εκεινη τη νυχτα που θα ξεχαστεις.
Και δεν προλαβεις να φυγεις πριν λυθουν τα μαγια.
Αποκαμωμενη ν' αφεθεις,
να σε παρασυρω στο δικο μου ονειρο.
Σ' ενα λευκο αλογο θα μεταμορφωθω,πανω του να ξαπλωσεις,
ν' αποκοιμηθεις στην απαλη του χαιτη,
καθως θα σε νανουριζει ο ρυθμικος ηχος του αργου,αλλα σιγουρου βηματισμου μου.
Και θα ναι αυτη η νυχτα,αυτο το ονειρο
οτι πιο ομορφο θα εχεις ζησει,ονειρευτει κι επιθυμησει...

"Κακη φωτια" Κ.Παλαμας

Εγώ είμ' εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος,
εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί,
νόθος της τέχνης είμ' εγώ και της ιδέας διωγμένος
από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί.

Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι
σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει
όλα πολέμια κρύα βιβλία, κοντύλια και χαρτιά.
Με καίει κακιά φωτιά.

Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννησή μου λάθος
το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό
σέρνουν εμένα δυό άλογα, τ' αράπικο το πάθος
και τ΄ αφροστάλαχτο όνειρο μπορεί και στο γκρεμό.

"Το τραγουδι της χαμενης κυριακης" Νικος Γκατσος

Μην πετάς ποτέ, ποτέ
σε άδειους ουρανούς.
Παραδείσους μακρινούς
ποτέ μη ζητάς.

Δεν θα δεις ποτέ, ποτέ

το φως το αληθινό.
Σ' έναν κόσμο σκοτεινό
το φως δεν θα δεις.

Ο άνθρωπος κάθε φορά

τρελά δανείζεται φτερά
και ψάχνει εδώ και ψάχνει εκεί,
για μια χαμένη Κυριακή.

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

"Before Sleep" by Ezra Pound

The lateral vibrations caress me, They leap and caress me, They work pathetically in my favour, They seek my financial good.
 She of the spear stands present. The gods of the underworld attend me, O Annubis, These are they of thy company. With a pathetic solicitude they attend me; Undulant, Their realm is the lateral courses.
Light! I am up to follow thee, Pallas. Up and out of their caresses. You were gone up as a rocket, Bending your passages from right to left and from left to right In the flat projection of a spiral. The gods of drugged sleep attend me, Wishing me well; I am up to follow thee, Pallas. 

" What the Thunder Said by: T. S. Eliot (1888-1965)



 

After the torchlight red on sweaty faces
After the frosty silence in the gardens
After the agony in stony places
The shouting and the crying
Prison and palace and reverberation
Of thunder of spring over distant mountains
He who was living is now dead
We who were living are now dying
With a little patience

 

Here is no water but only rock
Rock and no water and the sandy road
The road winding above among the mountains
Which are mountains of rock without water
If there were water we should stop and drink
Amongst the rock one cannot stop or think
Sweat is dry and feet are in the sand
If there were only water amongst the rock
Dead mountain mouth of carious teeth that cannot spit
Here one can neither stand nor lie nor sit
There is not even silence in the mountains
But dry sterile thunder without rain
There is not even solitude in the mountains
But red sullen faces sneer and snarl
From doors of mudcracked houses
If there were water
And no rock
If there were rock
And also water
And water
A spring
A pool among the rock
If there were the sound of water only
Not the cicada
And dry grass singing
But sound of water over a rock
Where the hermit-thrush sings in the pine trees
Drip drop drip drop drop drop drop
But there is no water

 

Who is the third who walks always beside you?
When I count, there are only you and I together
But when I look ahead up the white road
There is always another one walking beside you
Gliding wrapt in a brown mantle, hooded
I do not know whether a man or a woman
- But who is that on the other side of you?

 

What is that sound high in the air
Murmur of maternal lamentation
Who are those hooded hordes swarming
Over endless plains, stumbling in cracked earth
Ringed by the flat horizon only
What is the city over the mountains
Cracks and reforms and bursts in the violet air
Falling towers
Jerusalem Athens Alexandria
Vienna London
Unreal

 

A woman drew her long black hair out tight
And fiddled whisper music on those strings
And bats with baby faces in the violet light
Whistled, and beat their wings
And crawled head downward down a blackened wall
And upside down in air were towers
Tolling reminiscent bells, that kept the hours
And voices singing out of empty cisterns and exhausted wells.

 

In this decayed hole among the mountains
In the faint moonlight, the grass is singing
Over the tumbled graves, about the chapel
There is the empty chapel, only the wind's home.
It has no windows, and the door swings,
Dry bones can harm no one.
Only a cock stood on the rooftree
Co co rico co co rico
In a flash of lightning. Then a damp gust
Bringing rain

 

Ganga was sunken, and the limp leaves
Waited for rain, while the black clouds
Gathered far distant, over Himavant.
The jungle crouched, humped in silence.
Then spoke the thunder
DA
Datta: what have we given?
My friend, blood shaking my heart
The awful daring of a moment's surrender
Which an age of prudence can never retract
By this, and this only, we have existed
Which is not to be found in our obituaries
Or in memories draped by the beneficent spider
Or under seals broken by the lean solicitor
In our empty rooms
DA
Dayadhvam: I have heard the key
Turn in the door once and turn once only
We think of the key, each in his prison
Thinking of the key, each confirms a prison
Only at nightfall, aetherial rumours
Revive for a moment a broken Coriolanus
DA
Damyata: The boat responded
Gaily, to the hand expert with sail and oar
The sea was calm, your heart would have responded
Gaily, when invited, beating obedient
To controlling hands

 

I sat upon the shore
Fishing, with the arid plain behind me
Shall I at least set my lands in order?
London Bridge is falling down falling down falling down


Poi s'ascose nel foco che gli affina
Quando fiam ceu chelidon - O swallow swallow
Le Prince d'Aquitaine a la tour abolie


These fragments I have shored against my ruins
Why then Ile fit you. Hieronymo's mad againe.
Datta. Dayadhvam. Damyata.


Shantih shantih shantih

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

"ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΙΟ ΨΗΛΟΥ ΠΥΡΓΟΥ" Αρθρουρ Ρεμπω

Σιμώνει, σιμώνει

η εποχή που θα παρθούμε 



Τόσο πολύ περίμενα

Λησμόνησα τα πάντα

Φόβοι και βάσανα στους ουρανούς χαθήκαν

και μια δίψα αρρωστημένη θολώνει τις φλέβες μου. 



Σιμώνει, σιμώνει

η εποχή που θα παρθούμε 



Σαν λιβάδι που το σκεπάζει η λήθη

κατάφυτο και ανθισμένο λιβάνια και ζιζάνια,

στο τρελό βουητό των αλογόμυγων. 



Σιμώνει, σιμώνει

η εποχή που θα παρθούμε 

"Mystic horses" Lauer Burch

All grace and beauty,
these elegant beings...
Strong legs pulsating,pounding
rhythms upon the earth
like a drum beating in resonance
with my own ancestral heart.
Is there anything more
sensuously beatiful
than the horse?
...i think not.

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

"Ἡ ψυχικὴ αὐγή" Σὰρλ Μπωντλαίρ

Ὅταν τὸ φῶς της ρίχνει ἡ αὐγὴ τὸ λευκορροδισμένο
στοὺς γλεντοκήπους καὶ γροικοῦν σὰν τύψη τὸ Ἰδεῶδες,
κάτι τὸ ἐκδικητικὸ καὶ τὸ μυστηριῶδες,
ἕν᾿ ἄγγελο στὸ κτῆνος τους, ξυπνᾷ, τὸ ναρκωμένο.

Τῶν ψυχικῶν τότε οὐρανῶν τ᾿ ἄφθαστο γαλανό,
γιὰ κεῖνον ποὺ ρεμβάζει ὠχρὸς καὶ ποὺ ὑποφέρει ἀκόμα,
ἀνοίγεται καὶ τὸν τραβᾷ καθὼς βαράθρου στόμα.
Ἔτσι, γλυκιὰ Θεά μου, ἁγνὸ Πλάσμα καὶ φωτεινό,

στὰ καπνισμένα ἐρείπια τῶν ἠλιθίων γλεντιῶν,
πιὸ φωτεινή, πιὸ ρόδινη, πιὸ ὡραία ἡ θυμησή σου,
ἀδιάκοπα στὰ ἐκστατικὰ μάτια μου φτερουγίζει.

Ὁ ἥλιος ἐσκοτείνιασε τὴ φλόγα τῶν κεριῶν·
ἔτσι νικήτρα πάντοτε, μοιάζει ἡ σκιὰ ἡ δική σου
μὲ τὸν ἀθάνατο ἥλιον, ὦ ψυχή, ποὺ φῶς σκορπίζει!

"ΟΝΕΙΡΟ ΜΕΣΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ" Ε.Α.ΠΟΕ

Δεξου ετουτο το φιλι στο μετωπο σου!
Και τωρα που χωριζουμε,
Αφησε με να σου πω-
Οτι οι μερες μου εκυλησαν μεσα στ'ονειρο
Ειναι αληθεια,οπως το'λεγες
Αν ομως,η ελπιδα πεταξε
Μες σε μια νυχτα η σε μια μερα,

 Μες σ'ενα οραμα η μες στο τιποτα,
Ειναι γι'αυτο λιγοτερο χαμενη;
Ολα οσα βλεπουμε η ο,τι φαινομαστε
Ονειρο ειναι μοναχα μεσα σε ονειρο.

Στεκομαι αναμεσα στο βογγητο
Μιας θαλασσοδαρτης ακτης,
Και μες στα χερια μου κρατω
κοκκους χρυσους της αμμου-
Ποσο λιγοι!κι ομως πως γλιστρανε
Απο τα δαχτυλα μου και βαθια πανε,
Καθως θρηνω-καθως θρηνω!
Θεε μου!μηπως θα μπορουσα
Μεσα στο χερι πιο σφιχτα να τους κρατουσα;
Θεε μου!Πως θα κατορθωσω
Μονο ενα απ'το ανιλεο κυμα να γλιτωσω;
Ολα οσα βλεπουμε η ο,τι φαινομαστε
Ονειρο ειναι μοναχα μεσα σε ονειρο;



Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

" Revenge" by Letitia Elizabeth Landon

Ay, gaze upon her rose-wreathed hair,
      And gaze upon her smile;
Seem as you drank the very air
      Her breath perfumed the while:

And wake for her the gifted line,
      That wild and witching lay,
And swear your heart is as a shrine,
      That only owns her sway.

’Tis well: I am revenged at last,—
      Mark you that scornful cheek,—
The eye averted as you pass’d,
      Spoke more than words could speak.

Ay, now by all the bitter tears
      That I have shed for thee,—
The racking doubts, the burning fears,—
      Avenged they well may be—

By the nights pass’d in sleepless care,
      The days of endless woe;
All that you taught my heart to bear,
      All that yourself will know.

I would not wish to see you laid
      Within an early tomb;
I should forget how you betray’d,
      And only weep your doom:

But this is fitting punishment,
      To live and love in vain,—
Oh my wrung heart, be thou content,
      And feed upon his pain.

Go thou and watch her lightest sigh,—
      Thine own it will not be;
And bask beneath her sunny eye,—
      It will not turn on thee.

’Tis well: the rack, the chain, the wheel,
      Far better hadst thou proved;
Ev’n I could almost pity feel,
      For thou art nor beloved.

"Ελεγεία" Αρχίλοχος


Δουλειά μου: ο πόλεμος
και η ποίηση επίσης.

Ένα κοντάρι έχω όλο κι όλο.
Κερδίζω το ψωμί μου,
εξασφαλίζω τοκρασι μου
(Ισμαρικο, ας σημειωθεί)
και κρατιέμαι όταν μεθάω.
 
Ουτε οι πολίτες ούτε η πόλη, Περικλή, σκοπεύουν
ν' αντιπαρέλθουν με χαρές μιά τέτοια συμφορά.
Ποιούς σκέπασε το ασίγαστο κύμα της θάλασσας
ξέρει καλά η οδύνη που οργώνει το βυθό της καρδιάς μας.
Μα οι θεοί ανέθεσαν τη θεραπεία των αμετάκλητων κακών
στην αντοχή της καρτερίας. Έτσι είναι
αυτά τα πράγματα: περαστικά.
Τώρα ήρθαν σε μας. θα αιμορραγήσουμε για λίγο
πίκρα κι απογοήτευση και αναστεναγμούς
και ύστερα θα τρέξουνε αλλού τη μόλυνσή τους.
Αφήστε λοιπόν τούς θρήνους και τούς οδυρμούς στα θηλυκά τους.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Song (“Love has crept...”) By D. H. (David Herbert) Lawrence

Love has crept into her sealed heart
As a field bee, black and amber,
Breaks from the winter-cell, to clamber
Up the warm grass where the sunbeams start.

Love has crept into her summery eyes,
And a glint of colored sunshine brings
Such as his along the folded wings
Of the bee before he flies.

But I with my ruffling, impatient breath
Have loosened the wings of the wild young sprite;
He has opened them out in a reeling flight,
And down her words he hasteneth.

Love flies delighted in her voice:
The hum of his glittering, drunken wings
Sets quivering with music the little things
That she says, and her simple words rejoice.

"Εισαι..." Γιαννης Μαυροματιδης

Εισαι μια πυρρινη μαζα,
ενας φλεγομενος πλανητης,ο μοναδικος στο σκοτεινο μοναχικο μου απειρο.
Σε βλεπω,νιωθω την θερμη σου,
μα οσο κι αν προσπαθω δεν μπορω να σε φτασω ποτε...

Έντεκα λεπτά-Paulo Coelho (απόσπασμα)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πουλί.Στολισμένο με δυο τέλειες φτερούγες και λαμπερό, χρωματιστό και υπέροχο φτέρωμα.Ήταν δηλαδή ένα ζώο φτιαγμένο για να πετάει ελεύθερο και να αιωρείται στον ουρανό,δίνοντας χαρά σε όποιον το παρατηρούσε.
Μια μέρα μια γυναίκα είδε το πουλί και το ερωτεύτηκε. Έμεινε να κοιτάζει το πέταγμά του με το στόμα ανοιχτό από τη σαστιμάρα., με την καρδιά της να γοργοχτυπάει και τα μάτια της να λάμπουν από συγκίνηση. Την κάλεσε να πετάξει μαζί του και ταξίδεψαν μαζί στον ουρανό μέσα σε απόλυτη αρμονία. Η γυναίκα, θαύμαζε, υμνούσε και λάτρευε το πουλί.
Αλλά τότε σκέφτηκε..μπορεί να θέλει να γνωρίσει μακρινά βουνά!Κι η γυναίκα αισθάνθηκε φόβο.Φόβο μην το ξανανοιώσει πια αυτό με άλλο πουλί. Κι αισθάνθηκε φθόνο για την ικανότητα του πουλιού να πετάει.
Και αισθάνθηκε μοναξιά.
Σκέφτηκε΅θα στήσω μια παγίδα.Την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί, δεν θα ξανφύγει.
Το πουλί, που ήταν κι αυτό ερωτευμένο, επέστρεψε την επόμενη μέρα, έπεσε στη παγίδα και κλείστηκε στο κλουβί.
Κάθε βράδυ η γυναίκα το κοιτούσε.Ήταν το αντικείμενο του πόθου της και το έδειχνε στις φίλες της που σχολίαζαν.."Μα εσύ τα έχεις όλα!"..
Όμως άρχισε να γίνεται μια παράξενη μεταμόρφωση:αφού ήταν δικό της και δεν χρειαζόταν να το κατακτήσει, έχασε το ενδιαφέρον της..
Εκείνο χωρίς να μπορεί να πετάξει και να εκφράζει το νόημα της ζωής του, άρχισε να μαραζώνει, να χάνει τη λάμψη του, να ασχημαίνει-και η γυναίκα δεν του έδινε πια την προσοχή της, μόνο το τάιζε και φρόντιζε το κλουβί του.
Μια ωραία μέρα το πουλί πέθανε.
Η γυναίκα λυπήθηκε πολύ και το σκεφτόταν συνέχεια. Αλλά δεν θυμόταν το κλουβί, θυμόταν μόνο την ημέρα που το είδε για πρώτη φορά να πετάει ευχαριστημένο μέσα στα σύννεφα.
Αν παρατηρούσε τον εαυτό της θα ανακάλυπτε ότι αυτό που τη συγκινούσε τόσο πολύ ήταν η ελευθερία του, η ενέργεια που εξέπεμπαν οι φτερούγες του κι όχι το ίδιο του το σώμα.

Χωρίς εκείνο πια κι η δική της ζωή έχασε το νόημά της κι ο θάνατος ήρθε να χτυπήσει την πόρτα της..
"Γιατί ήρθες;", τον ρώτησε.
"Για να μπορέσεις να ξαναπετάξεις μαζί του στα ουράνια", αποκρίθηκε ο θάνατος. .." Αν το είχες αφήσει να φύγει και πάντα να επιστρέφει, θα το αγαπούσες και θα το θαύμαζες ακόμα περισσότερο.Τώρα όμως χρειάζεσαι εμένα για να το ξαναδείς.."

"All or nothing" Lang Leav


Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

" The Dead" By Don Paterson

Our business is with fruit and leaf and bloom;   
though they speak with more than just the season's tongue—   
the colours that they blaze from the dark loam   
all have something of the jealous tang   
   
of the dead about them. What do we know of their part   
in this, those secret brothers of the harrow,   
invigorators of the soil—oiling the dirt   
so liberally with their essence, their black marrow?   
   
But here's the question. Are the flower and fruit   
held out to us in love, or merely thrust   
up at us, their masters, like a fist?   
   
Or are they the lords, asleep amongst the roots,   
granting to us in their great largesse   
this hybrid thing—part brute force, part mute kiss?