Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Αποσπάσματα από το ημερολόγιο της Μαρίας Πολυδούρη

3 Μαΐου

Τον αγαπώ… Τον αγαπώ καμμιά αμφιβολία πεια. Ό,τι νοιώθω σιμά του κι’ ό,τι δοκιμάζω μακρυά του το γνωρίζω για πρώτη φορά. Δεν μιλώ εν τούτοις υποφέρω και υποφέρει και κείνος αλλά έτσι πρέπει να γίνη. Πρέπει να υποφέρω να πονέσω να κλάψω για να εξιλεωθώ. Δέχτηκα κείνη τη βραδυά τη μυστική εξομολόγησί του με τόση αδιαφορία φαινομενική, θυμάμαι, που του συνέστησα γαλήνη!… Τώρα υποφέρω τρομερά… με νοιώθει άραγε;



Σήμερα στο Ζάππειο ήμουν με το Χριστόφορο - καλό μου παιδί! - και τον είδαμε να περνάη μπρος μας. Τον φώναξα στο τραπέζι μας. Έπαιζε η μουσική και η καρδιά μου έτρεμε σαν του πουλιού. Τα μάτια του. Το χαιρετισμό του! μ’ αγαπάει. Τον αγαπώ.



Για τον Πίπη; δεν μιλώ πεια γι’ αυτόν. Είνε σιμά μου, μου φέρεται σαν πατέρας, με την προτεταμένη κοιλιά του, με τα σχεδόν γκρίζα μαλλιά του - οποία παραμόρφωσις!- μου είνε συμπαθής τόσο όσο να ξεχνώ ότι άλλοτε μακρυά του μόνη όπως ήμουν τον είχα αγαπήσει - τι αυταπάτη! -

Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω αράγε όσο θέλω να σ’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;

4 Μαΐου Μεσάνυχτα


Γύρισα απ’ τον περίπατο μόλις τώρα… τελείωσαν πεια όλα και οι δειλίες και οι φοβεροί πόνοι. Μ’ αγαπάει τον αγαπώ… Τι νυχτιά κοντά στο κύμα που έσπαε απαλά μπρος στα πόδια μας… το πυροφάνι… τ’ αστέρια… τα μάτια του πόσο πηδούν όλα αυτά μέσα στο νου μου… Χτυπάει γοργά η καρδιά μου σαν ωρολόγι, θάλεγε κανείς πως προφέρει τ’ όνομά του Τά-κη…



9 Μαΐου δείλι



Θα φύγω… θα πάω μακρυά του με την ελπίδα πως θα βρω λίγη γαλήνη στον τόπο που προσφιλείς υπάρξεις θα με συντροφεύουν. Δεν βαστώ πλέον τον πόνο που μου δίνει η παρουσία του… θα δοκιμάσω τον πόνο του χωρισμού μας για καμπόσες μέρες. Τάκη… Τάκη αγαπημένε μου! κάτι μου ψέλνει μέσα μου πως δεν θα κάνω μακρυά σου… Πονώ, υποφέρω κοντά σου κι’ όταν δεν θα νοιώθω πλέον το ικε[τε]υτικό κείνο βλέμμα σου που με ποτίζει το θάνατο, όταν δεν θ’ ακούω πλέον τα γλυκά σου λόγια που σταλάζουν ένα-ένα απ’ τα χείλη σου… όταν δεν θα προσμένω όπως πάντα να φανής σαν φως μεσ’ στο σκοτάδι που με ζώνει… πως θ’ αντεξω; Κι’ όμως πρέπει να φύγω, φοβούμαι κάθε στιγμή που διαβαίνει… Τι φοβούμαι; δεν ξέρω. Το θάρρος μου μ’ εγκατέλειψε πεια… η ψυχή μου τρέμει… το αίμα μου φεύγει - μου φαίνεται - σταγόνα-σταγόνα από το σώμα μου… Είμαι τρελλή; Τι ψέλνει όλη η φύσι έξω; Τι τραγούδι λένε τα πουλιά; δεν το αναγνωρίζω… Το κάθε τι που κυττάζω μου φαίνεται πως μικραίνει μικραίνει και τέλος χάνεται από τα μάτια μου…



12 Μαΐου Μεσάνυχτα



Δυστυχισμένη για πάντα! γιατί να το μάθω; γιατί να μη ζω καλλίτερα μέσα στο γλυκό όνειρο της αγάπης του που τόσο ανύποπτα δεχόμουν; Τάκη Τάκη! Πονεμένος όπως ήσουν, ανίκανος να βαστάξεις μόνος το βάρος του πόνου, ζήτησες κάποιον να σε βοηθήση και βρήκες μένα. Το δέχτηκα σαν ένα μπουκέτο άνθη κι’ αν δεν παραπονεθώ σε σένα πως να παραπονεθώ στη μοίρα μου; Τι λοιπόν; Εγώ είμαι το καταφύγιο της κάθε πονεμένης ψυχής… είμαι η βουβή σπηλιά που αποκρίνεται με την ηχώ στους στεναγμούς του κουρασμένου διαβάτη… αδερφή του ελέους με την κουρασμένη καρδιά; ε Τάκη;



Όταν σκέπτομαι μέσ’ στα νευρικά φιλιά που μου δίνεις πως κάποια άλλη που την έσπρωξε η μοίρα κοντά σου πριν από μένα σε δίδαξε να φιλής έτσι… και στα σφιχταγκαλιάσματά σου τ’ απελπισμένα μου φαίνεται πως ακούω τη φωνή της καρδιάς σου να μου φωνάζη - φτωχό πλάσμα! - όταν φανερά ξάστερα βλέπω μέσα στα μάτια σου τον ταξειδιάρη λογισμό σου να φεύγη σαν πουλί μακρυά μου και να μου αφήνη μόνο τα χέρια σου πλεγμένα στα δικά μου… όταν στ’ αγκάλιασμά μας κείνο που κάνει αδύνατη την ιδέα του χωρισμού… νοιώθω με μια ανατριχίλα θανάτου τη σκιά της άλλης να υψώνεται μεταξύ μας και να μας χωρίζη πως θέλεις να μην πονώ αφού αγαπώ τόσο;…



Τάκη μου λετρεμένε! άσε στην αγκαλιά μου το βάρος του πόνου σου, είμαι δυνατή… σ’ αγαπώ και θα το βαστάξω… τη θυσία που μου ζητάς να εξιλεώσω στα μάτια σου τη Γυναίκα σου την προσφέρω… Ρίχνω τη ζωή μου στα πόδια σου και συχώρεσέ με αν άνθρωπος καθώς είμαι πονώ… πονώ πολύ μπροστά σου.



15 Μαΐου Κυριακή βράδυ



Λιγώτερο πονώ από χθες βράδυ που τον άκουσα να μιλή ειρωνικά για τις υποψίες μου πως αγαπάει ακόμα την πρώτη. είπε μάλιστα μια φράσι τόσο ταπεινωτική για κείνη που μ’ έκανε να ανατριχιάσω. Σκέφτηκα: πρέπει ασφαλώς να μη την αγαπά πεια για να μιλή έτσι για κείνην άλλως θα είνε ένας πολύ κακός.



Αλλά χίλιες άλλες σκέψεις με κυκλώνουν. Οι πονεμένοι στίχοι του μαρτυρούν τον μεγάλο πόνο που έχυσε στην ψυχή του Εκείνη. Το ότι την αγάπησε πολύ είνε αναμφισβήτητο. Το ότι την αγαπάει ακόμα χωρίς να το θέλει πολύ πιθανόν. Μου είχε ειπή ότι προ 3 χρόνων είχε διακόψει σχέσεις μαζί της κι’ όμως ήρθε προ ολίγων ημερών στο Γραφείο του, την είδα να κάθεται σιμά του. (Ξέρω ακόμα ότι επρόκειτο να πάη σπίτι της που ήταν άρρωστο το παιδί της. Μου είπε μάλιστα ο ίδιος - υποπτεύομαι πολύ την αλήθεια του - πως οι δικοί του (φίλοι της αγάπης του και εν γνώσει του σκανδάλου αυτού) τον έστελναν να πάη σπίτι της να ιδή το παιδί της). Μου είπε ακόμα πως της επανέλαβε τελειωτικά πλέον και πολύ απότομα πως δεν την αγαπάει.



Εννοώ πως όλα αυτά είνε ψέμματα που τα λέει για να με πείση πως μ’ αγαπάει, δεν του έκανα όμως καμμιά νύξι για να μη τον λυπήσω.



Ξέρω πως η επίδρασι που έχει απάνω του αυτή η γυναίκα έφθασε μέχρι του σημείου να τον απορροφήση, να του αφαιρέση κάθε ζωή… να τον καταστρέψη. Την αγαπάει από παιδάκι μέχρι τώρα που λευκές τρίχες εστόλισαν το νεανικό του κεφάλι, πως λοιπόν θέλω να την ξεχάση για λίγες μέρες σχεδόν που μπήκα εγώ στη ζωή του; Είμαι ένα δροσιστικό στον πόνο του και τίποτε πλέον, έτσι μου λένε τα λόγια του… τα μάτια του… οι στίχοι του. Κάθε δάκρυ μου που πλημμυρίζει τη ραγισμένη καρδιά μου είνε ένα χάδι στο ρυτιδωμένο από τον πόνο πρόσωπό του - στο κουρασμένο του μέτωπο, τι άλλο σημάδι θέλω; μου είπε πως με λυπάται γιατί τον αγαπώ… ότι είμαι γι’ αυτόν μια παρηγοριά…



Δεν τον μισώ για όλο αυτό το ψέμα που μου χαρίζει, δεν θα τον μισήσω ποτέ! Για τις αμαρτίες μιας ιδιότροπης γυναίκας πρέπει να υπάρξη ένα θύμα και είμαι γω.



…………………………………………………………………………………………....



Μια Κυριακή ολόκληρη που δεν τον είδα. Μου είπε ότι αναγκάστηκε να πάη ή μάλλον να συνοδεύση την αδελφή του σε κάποια εκδρομή στην Πεντέλη.



Η σκέψι μου δεν έφυγε ούτε στιγμή από σιμά του. Τον ακολουθούσε στο δρόμο του, στις ομιλίες του με τη συντροφιά, στο φαγητό του… στα γέλοια του…



Κι’ ευχαριστημένη στη σκέψι αυτή, γελαστή στρέφω τα μάτια στο παράθυρο ν’ αντικρύσω τον αποσπερίτη, το αγαπημένο αστέρι που διώχνει τις σκοτεινιές της ψυχής μου σαν κρυφή ελπίδα - Με θυμάται; -



16 Μαΐου 2 μετά το μεσονύχτι



Είχε μεσολαβήσει μια μέρα που δεν ιδωθήκαμε κι’ έτσι σήμερα με τι λαχτάρα βρέθηκε ο ένας κοντά στον άλλον! τι θέρμη που έχουν τ’ ατέλειωτα φιλιά του. αρχίζω να πιστεύω πως μ’ αγαπάει. Χθες δεν επήγαν στην εκδρομή και το απόγευμα στις 6 ήλθε σπίτι μου. Εχτύπησε το κουδούνι αλλ’ όλοι έλειπαν, εγώ εκοιμώμουν, δεν κατώρθωσα να το ακούσω. Ελυπήθηκα πολύ γιατί ένοιωσε τη λύπη που ένοιωσα κι’ εγώ όλη την ημέρα μακρυά του! Έχω μόλις γυρίσει απ’ τον περίπατό μας. Το καινούργιο φεγγάρι παραμόνευε με ζηλιάρα περιέργεια τα φιλιά μας.







17 Μαΐου Μεσάνυχτα



Εγώ είμαι το θύμα! Τι να γίνη; Ζητούσα μέσα στο σκοτάδι το φως που δίνει η αγάπη, ζητούσα ν’ αγαπήσω. Γιατί ν’ αγαπήσω έναν ευτυχή που τόσα άλλα πράγματα είνε σε θέσι να του δώσουν την ευτυχία; Η αγάπη μου για γιατρικό στα χείλη σου Τάκη! Είμαι η δροσερή βρυσούλα που μάταια ζητάει να σε ποτίση τη λησμόνια. Και σε βλέπω ν’ αγωνιάς στην αγκαλιά μου ενώ τα χέρια μου άτονα, αδύναμα υψώνονται σε παράκλησι - απόδωσέ τον μου! -







18 Μαΐου Μεσάνυχτα



Ήρθε τ’ απόγευμα στο γραφείο ο αδελφή του να τον πάρη και την έδιωξε αφού λίγες στιγμές πριν είχα διώξει και γω το Χριστόφορο. Το καϋμένο το κορίτσι! ένα γλυκό πλάσμα σαν άγγελος στερήθηκε την συντροφιά του αδελφούλη της τόσο πολύ. Έφυγε μονάχο του με το γέλοιο στα χείλη. Πόσες χιλιάδες φορές θα προτιμούσα να τον στερηθώ εγώ σήμερα για χάρι της! Αλλά πάλι κείνη τον έχει πάντα μαζί της ενώ εγώ προσμένω ώρα την ώρα την ημέρα να σβήση για να βρεθώ λίγες στιγμές μαζί του που περνούν δίχως να το νοιώσω! Επήγαμε μαζί σ’ ένα καφφενεδάκι εξοχικό στα Πατήσια. Ένα κονσέρτο αρκετά καλά κατηρτισμένο έρριχνε στην ψυχή μας ένα πέπλο μελαγχολίας. Το παράπονο του ερώμενου της Τόσκας που εχυνόταν από το γλυκό βιολί έκανε τα μάτια του να πλημμυρίσουνε δάκρυα και τα χείλη του να μου ψιθυρίσουν με πόνο - πόσο σ’ αγαπώ! - Λατρεμένε μου Τάκη! και να μη σε πιστεύω ύστερα… ανίκανη να νοιώσω το θησαυρό που κλείνεις στη μεγάλη ψυχή σου. Γιατί όμως το τραγούδι κείνο “πεθαίνω απελπισμένος” θέλεις να θυμηθή ο καθένας μας όταν ο ένας πεθάνει πριν από τον άλλον; Γιατί εγώ αν πεθάνω στην αγκαλιά σου μέσα, στα χάδια της αγάπης σου να θυμηθώ τη στροφή αυτή ή εσύ πεθάνης μέσα στις ενδείξεις της άπειρης αγάπης μου να ειπής - πεθαίνω απελπισμένος: -



Πόσο σ’ αγαπώ!







19 Μαΐου



Δεν έχω καμμιά πεποίθησι στην αγάπη του όπως καθένας που αγαπάει πολύ. Σήμερα πριν ετοιμασθούμε για τον περίπατό μας επαρουσιάστηκε στο γραφείο μου. Μου φάνη πως είχε μια ψυχρότητα ακατανίκητη κι’ η καρδιά μου χτυπούσε με τρόμο. Εβγήκαμε - μου είπε ότι είχε κάποιο γράμμα κι’ επειδή ήταν επείγον ήθελε να πάμε στο ταχυδρομείο να το ρίξη. Δε μου έμενε καμμιά αμφιβολία πλέον ότι το γράμμα αυτό προοριζόταν για την άλλη. Επήγαμε και πράγματι το γράμμα ερίχτηκε στο “en ville”. Έπνιξα όλο μου τον πόνο και στον περίπατο εφάνηκα αρκετά εύθυμη, εν τούτοις μερικές στιγμές με πρόδιδαν και μου είπε - Τι είνε εκείνο που σε κάνει να πονείς τόσο πολύ; είνε ίσως κάτι που δεν πρέπει να ξέρω εγώ; - Τον εβεβαίωσα ότι κανένα πλέον μυστικό δεν είχα. ό,τι εκρυβόταν μέσα μου του το είχα ομολογήσει. Επήγαμε κοντά στο κύμα. το φεγγαράκι έπαιζε με τα κύματα που έφταναν στα πόδια μας ξεψυχισμένα… Τι ευτυχισμένες στιγμές σαν ξεχνώ και πως ξεχνώ σαν βρίσκομαι σιμά του πως η καρδιά του είναι τόσο λίγο δική μου…



Εζήτησα να αγαπήσω κι’ αγάπησα τι άλλο θέλω πλέον; όλα όσα κάνω είναι αγιασμένα από την αγάπη μου, δεν είμαι καθόλου το αδύνατο πλάσμα που ζητάει στήριγμα στην αγάπη σου, είμαι η ψυχή που υπομένει ανίκητη ένα μαρτύριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου