Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

J.R.R. Tolkien – Το Ταξίδι του Εαρέντελ, του Άστρου του Δειλινού





Ο Εαρέντελ ξεπρόβαλε εκεί που ρέει η σκιά στο σιωπηλό το χείλος του Ωκεανού. Σαν αχτίδα φωτός μεσ’ από το στόμα της νυκτός, εκει που οι ακτές είναι καθαρές και αμυδρές άραξε τη βάρκα του σαν ασημένια σπίθα. Απ’ την τελευταία και μονάχη άμμο, έπειτα στην ηλιόλουστη αναπνοή του φλογερού θανάτου της ημέρας εξέπλευσε απ’ το Βέστερλαντ.
Βελόνιασε τον προορισμό του στο επαύριο. απ’ τη λάμψη του Ηλίου, και περιπλανήθηκε μακριά πολύ στο παρελθόν τ’ αστέρι στην αστραφτερή του τη γαλέτα. Στη συνάθροιση της παλίρροιας στου σκοταδιού τη βόλτα ο στολίσκος τ’ ουρανού, διακοσμεί τη νύχτα με τα φωτεινά πανιά του καθώς το ρεύμα των αστεριών περνά.
Αγνοηθής περνά γρήγορα τα πλοία, και με το δύστροπό του πνεύμα στροβιλήστηκε σε μια ‘τέλειωτη αναζήτηση στη σκοτεινή τη Δύση στο περιθώριο του κόσμου. Και βιαστικά περνώντας στη στολισμένη τη φθορά και το σούρουπο οπόθεν ήρθε με την φλεγόμενη καρδιά και την λαμπρή την πεθυμιά Και το πρόσωπο ασημένια φλόγα.
Το Πλοίο της Σελήνης γρήγορα απ’ την Ανατολή θα ‘ρθει. Απ’ τον Όρμο του Ηλίου, που οι λευκές του πύλες φωτοβολούν στην ερχόμενη δέσμη του δυνατού αργύρου. Με διογκωμένα σύννεφα για σάβανα του σκάφους άγκυρα αράζει κάτω από το σκοτάδι, και με λαμπυρίζοντα κουπιά αφήνει τις ανείπωτες ακτές μες στη ξύλινη – ασημένια βάρκα του.
Κι έπειτα ο Εαρέντελ έτρεξε απ’ αυτόν το φόβο του Βαρκάρη Πέρα απ’ της μαύρης γης το χλώμιασμα , και πίσω κάτω απ’ το χείλος του σιωπηλού Ωκεανού. και πίσω απ’ το πανί του κόσμου. Και άκουσε τη χαρά του λαού της γης και τα δάκρυά τους καθώς έπεφταν, καθώς ο κόσμος έπεφτε πίσω σε ένα νεφελώδες ναυάγιο στο ταξίδι του όλα αυτά τα χρόνια.
Κατόπιν φωτισμένος πέρασε στο άναστρο απέραντο σαν λαμπτήρας στη θάλασσα και πέρα απ’ τη γνώση των θνητών ανθρώπων. Ορίζει τη μοναχική του περιπλάνηση, κυνηγώντας τον Ήλιο στη γαλέρα του κατευθείαν στον αδιάβατο ουράνιο θόλο, μέχρις ότου το φως του πάλιωσε στις κρύες τις αβύσσους. Και η διακαής φλόγα του ξοδεύτηκε.

"The Sick Rose" - William Blake




O Rose thou art sick. 
The invisible worm, 
That flies in the night 
In the howling storm: 
Has found out thy bed
Of crimson joy:
And his dark secret love
Does thy life destroy.

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

"Μαθαίνεις" - Χόρχε Λούις Μπόρχες














Μετά από λίγο μαθαίνεις την ανεπαίσθητη διαφορά, ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι, και να αλυσοδένεις μια ψυχή.
Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι.
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια.
Και αρχίζεις να μαθαίνεις.

πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια,
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις
Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα.

Με τη χάρη μιας γυναίκας και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού.
Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,

γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.

Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις.
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου μπορεί να σου κάνει κακό,
Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ.
Αντί να περιμένεις κάποιον,
να σου φέρει λουλούδια,

Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις.
Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη
Και ότι, αλήθεια, αξίζεις,
Και μαθαίνεις. μαθαίνεις,
με κάθε αντίο μαθαίνεις.

"The Raven" - Edgar Allan Poe




Once upon a midnight dreary, while i pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While i nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
`'Tis some visitor,' i muttered, `tapping at my chamber door -
Only this, and nothing more.'

Ah, distinctly i remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly i wished the morrow; - vainly i had sought to borrow
From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore -
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, i stood repeating
`'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -
Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -
This it is, and nothing more,'

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
`Sir,' said i, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is i was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That i scarce was sure i heard you' - here i opened wide the door; -
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long i stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'
This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!'
Merely this and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again i heard a tapping somewhat louder than before.
`Surely,' said i, `surely that is something at my window lattice;
Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -
Let my heart be still a moment and this mystery explore; -
'Tis the wind and nothing more!'

Open here i flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
`Though thy crest be shorn and shaven, thou,' i said, `art sure no craven.
Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

Much i marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning - little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door -
Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,
With such name as `Nevermore.'

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -
Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.'
Then the bird said, `Nevermore.'

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
`Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -
Till the dirges of his hope that melancholy burden bore
Of "Never-nevermore."'

But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking `Nevermore.'

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!

Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
`Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee
Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -
On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -
Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore -
Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -
`Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted - nevermore!

"ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ" - Κώστας Καρυωτάκης



Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ώς την άκρη  του κονταριού 
που κρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ 
 για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία. 
 Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων 
 αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου, 
 ο Σάντσος λέει «δε σ’ το ’λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων 
 σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ’ άλογό μου!» 
 Έτσι αν το θέλει ο Θερβαντές, εγώ τους είδα, μέσα 
 στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες 
 άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
 με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες. 
 Τους είδα πίσω να ’ρθουνε —παράφρονες, ωραίοι 
 ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο— 
 και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέει,
 την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!

"ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΣΤΟΝ ΑΔΗ" - Γιώργος Σεφέρης



Αφού μας μέναν παξιμάδια

 τί κακοκεφαλιά
 να φάμε στην ακρογιαλιά
 του Ήλιου τ’ αργά γελάδια
 που το καθένα κι ένα κάστρο
 για να το πολεμάς
 σαράντα χρόνους και να πας
 να γίνεις ήρωας κι άστρο!
 Πεινούσαμε στης γης την πλάτη,
 σα φάγαμε καλά
 πέσαμε εδώ στα χαμηλά
 ανίδεοι και χορτάτοι.

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

I loved you first: but afterwards your love" - Christina Rossetti


Poca favilla gran fiamma seconda. – Dante

Ogni altra cosa, ogni pensier va fore, 
E sol ivi con voi rimansi amore. – Petrarca


I loved you first: but afterwards your love

    Outsoaring mine, sang such a loftier song

As drowned the friendly cooings of my dove.

    Which owes the other most? my love was long,

    And yours one moment seemed to wax more strong;

I loved and guessed at you, you construed me

And loved me for what might or might not be –

    Nay, weights and measures do us both a wrong.

For verily love knows not ‘mine’ or ‘thine;’

    With separate ‘I’ and ‘thou’ free love has done,

         For one is both and both are one in love:

Rich love knows nought of ‘thine that is not mine;’

         Both have the strength and both the length thereof,

Both of us, of the love which makes us one.

"How to Judge" - Lisa Robertson
























To those whose city is taken give glass
pockets. To those whose quiver gapes give queens
and pace their limbs with flutes, ropes, cups of soft
juice. To those whose threshold vacillates give
that bruise the dust astonished. To falling
heroes give raucous sibyls’ polished knees.
To those who sip nectar give teeth. And if
they still sip nectar—give green chips of wood.
To swimmers give clocks or rank their hearts
among new satellites as you would
Garbo’s skint lip. To scholars, give dovecotes
to virgins, targets. Justice has nothing on them.
Virgil, sweetheart, even pretty fops need
justice. If they think not let creditors
flank them and watch their vigour quickly flag.
To exiled brides give tiny knives and beads
of mercury then rob them of prudence
for prudence is defunct. To those who fist
clouds, give powder.  And if their sullen
wallets flap, give nothing at all. Still
  i have not addressed lambent fops
swathed in honey, the stuttering moon
Martyrs, Spartans, Sirens, Mumblers, Pawns
Ventriloquists—or your sweet ego
 
The Beloved Ego in the plummy light
is you. When I see you in that light
  i desire all that has been kept from me
etcetera. For you. Since your rough shirt
reminds me of the first grass
pressing my hips and seeds heads
fringing the sky and the sky
swaying lightly to your scraped
breath, since i hear
panicked, my sister calling
since the gold leaves have all
been lost, and you are at least
several and variegated
I toss this slight thread back
 
The beloved ego on cold marble
blurs inscription. Hey Virgil
  i think your clocked ardour is stuck
in the blue vein on my wrist. It stops
all judgement

"ΤΟΠΙΟ" - Μανώλης Αναγνωστάκης


Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη. Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση Τίποτα πια δε θ’ αλλάξει δω μέσα. 5 Είναι μια ήρεμη σιωπή μην περιμένεις απάντηση Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή. Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.
Το βιβλίο σημαδεμένο στη σελίδα 16 10 Το πρόγραμμα της συναυλίας για την άλλη Κυριακή.

"Ματωμένος Γάμος" - Λόρκα




Εκεί που δεν μπορούν να'ρθουνε, 
όσοι μας κυνηγάνε τώρα. 
Εκεί που θα μπορώ να σε κοιτάζω! 
Το ξέρω,έπρεπε να σ'αφήσω. 
αν είχα νου για να σκεφτώ. 
Μα από κοντά σου δεν μπορώ 
να φύγω πια.Κι εσύ,το ίδιο. 
Δοκίμασε,καν'ένα βήμα. 
Καρφιά του φεγγαριού καρφώσαν 
τη μέση μου με τους γοφούς σου. 
Θα μας χωρίσουν,όταν μονάχα, 
θα'χω πεθάνει...

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

"Broken Love" - William Blake




MY Spectre around me night and day 
Like a wild beast guards my way; 
My Emanation far within 
Weeps incessantly for my sin. 

‘A fathomless and boundless deep, 
There we wander, there we weep; 
On the hungry craving wind 
My Spectre follows thee behind. 

‘He scents thy footsteps in the snow 
Wheresoever thou dost go, 
Thro’ the wintry hail and rain. 
When wilt thou return again? 

’Dost thou not in pride and scorn 
Fill with tempests all my morn, 
And with jealousies and fears 
Fill my pleasant nights with tears? 

‘Seven of my sweet loves thy knife 
Has bereavèd of their life. 
Their marble tombs I built with tears, 
And with cold and shuddering fears. 

‘Seven more loves weep night and day 
Round the tombs where my loves lay, 
And seven more loves attend each night 
Around my couch with torches bright. 

‘And seven more loves in my bed 
Crown with wine my mournful head, 
Pitying and forgiving all 
Thy transgressions great and small. 

‘When wilt thou return and view 
My loves, and them to life renew? 
When wilt thou return and live? 
When wilt thou pity as I forgive?’ 

‘O’er my sins thou sit and moan: 
Hast thou no sins of thy own? 
O’er my sins thou sit and weep, 
And lull thy own sins fast asleep. 

‘What transgressions I commit 
Are for thy transgressions fit. 
They thy harlots, thou their slave; 
And my bed becomes their grave. 

‘Never, never, I return: 
Still for victory I burn. 
Living, thee alone I’ll have; 
And when dead I’ll be thy grave. 

‘Thro’ the Heaven and Earth and Hell 
Thou shalt never, quell: 
I will fly and thou pursue: 
Night and morn the flight renew.’ 

‘Poor, pale, pitiable form 
That I follow in a storm; 
Iron tears and groans of lead 
Bind around my aching head. 

‘Till I turn from Female love 
And root up the Infernal Grove, 
I shall never worthy be 
To step into Eternity. 

‘And, to end thy cruel mocks, 
Annihilate thee on the rocks, 
And another form create 
To be subservient to my fate. 

‘Let us agree to give up love, 
And root up the Infernal Grove; 
Then shall we return and see 
The worlds of happy Eternity. 

‘And throughout all Eternity 
I forgive you, you forgive me. 
As our dear Redeemer said: 
“This the Wine, and this the Bread.”’

A Gravestone Upon The Floor In The Cloisters Of Worcester Cathedral



"Miserrimus" and neither name nor date,
Prayer, text, or symbol, graven upon the stone;
Nought but that word assigned to the unknown,
That solitary word--to separate
From all, and cast a cloud around the fate
Of him who lies beneath. Most wretched one,
'Who' chose his epitaph?--Himself alone
Could thus have dared the grave to agitate,
And claim, among the dead, this awful crown;
Nor doubt that He marked also for his own 
Close to these cloistral steps a burial-place,
That every foot might fall with heavier tread,
Trampling upon his vileness. Stranger, pass
Softly!--To save the contrite, Jesus bled. 



• When ravens fly •


"Κάψε τα φτερά σου" - Γιάννης Μαυροματίδης




Nα τα καψεις τα φτερα του παραδεισου.
Δεν σου ταιριαζουν εσενα τα "αμην" και τ' αλληλουια των χερουβιμ.
Καψτην την λευκη την φορεσια σου,κι ελα αφοβα μεχρι την ακρη της αβυσσου.
Πεσε...
Πεσε μεσα της γυμνη,χωρις δεκανικια-φτερα,χωρις δισταγμο..
Πεσε κοντα μας.. εδω που ανηκεις.
Γιατι εσυ γεννηθηκες για τις ηδονες που κυλανε σαν ποταμια λιωμενης λαβας
μεσα στα εγκατα του πουθενα.
Εδω που οι αναστεναγνοι των αμετανοητων φουντωνουν τις πυρινες μαζες 
που στοιχειωνουν τα ζοφερα σκοταδια.
Εδω που φυσανε μονοι οι παραφοροι ανεμοι της ελευθεριας και οι εκπτωτοι γλεντοκοπουν σε ατελειωτα οργια βλασφημιας και υπερβολης.
Ελα να γινεις η ερωμενη μου..
Ελα να ενωθουμε με τα ανιερα δεσμα ενος βλασφημου γαμου.
Γινε ενα μαζι μου..
Μοιρασου το πυρινο κρεβατι μου.. Δεξου και προσφερε μου τον αδαμαστο πονο,
τις ηδονες που σιγοτρωνε το πνευμα και την σαρκα και περιγελουν τον θανατο.
Ελα να γινουμε το ταυτοσημο ονομα που θα επικαλουνται στις "σκοτεινες" τους επικλησεις οι μυσταγωγοι του ανειπωτου.
Οι διδυμες σκιες που θα καταβροχθιζουν τις ψυχες των απεγνωσμενων.
Φτανει μονο να καψεις τα φτερα σου..
Αυτα τα βαριδια του βαρετου και υποκριτικου παραδεισου...


~Γιαννης Μαυροματιδης~

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

"Φαουστ" - ΓΚΑΙΤΕ



"Ο,τι και να ντυθω, τον πονο 
ετουτης της επιγειας, στενης ζωης θα νιωθω 
γερος πολυ ειμαι για να παιζω μονο, 
νεος πολυ για να' μαι διχως ποθο. 
τι μπορει ο κοσμος να μου δωσει ταχα? 
τη στερηση, τη στερηση μοναχα. 
μερες και νυχτες βλεπω με αγωνια, 
πως ουτε μια λαχταρα μου δεν εκπληρωνεται, ουτε μια. 
στα στηθη μου καποιος θεος φωλιαζει, 
που τα εγκατα του ειναι μου να συνταραζει ξερει. 
αυτος, που ολες τις μεσα μου δυναμεις εξουσιαζει 
δεν μπορει τιποτα, τιποτα εξω να φερει. 
ετσι, ειναι εφιαλτης το να ζω, 
ποθω το θανατο και τη ζωη μισω."

"Vademecum-Vadetecum" - NIΤΣΕ


Σε γοητευουν η τεχνη και η γλωσσα μου;
Ερχεσαι πισω μου και μ' ακολουθεις;
Ακολουθησε πιστα τον εαυτο σου
και θ' ακολουθησεις και μενα σιγα,σιγα!

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

"Ο ερωτας σου.." - Γιάννης Μαυροματίδης



Στα ονειρα μου, σε βλέπω μέσα σε φλόγες...
Ειναι ονειρο, το ξέρω.. κι όμως.. νιώθω τη φωτιά σου να με καίει.
Και η ομορφια σου , το ίδιο επικινδυνη, με φοβίζει..
Η ομορφια σου..
Νιωθω τα αδιστακτα νυχια της, να ψαχουλευουν μες στα σπλαχνα μου
Πειναω για σενα.. Διψαω για σενα.. Υποφερω για σενα
Και ξερω πως δεν μπορω να ζησω χωρις εσενα
Γιατι, ειναι ο ερωτας σου που με κραταει στην ζωη
Η αναγκη σου,που με κανει να δινω αξια και λογω υπαρξης
Και στο παραμικρο που συναντω, που γευομαι, που αισθανομαι, που βιωνω
Γιατι οτι κι αν κανω, οτι αγγιζω, ανακαλυπτω εσενα μεσα τους
Εισαι η ουσια των παντων, εισαι τα παντα για μενα
Ετσι απλα,μοναδικα,ανεξηγητα
Αλλα, ποιος νοιαζεται για εξηγησεις οταν τον καθηλωνει τετοιος ερωτας
Κι αν ειναι ολα αυτα ενα ονειρο....
Ας μην ξυπνησω ΠΟΤΕ!

~Γιαννης Μαυροματιδης~


http://www.youtube.com/watch?v=2aJM_A9Jrzg

"ΑΣΚΗΤΙΚΗ" - Ν.Καζαντζακης




Ανεβαίνουν από τα χώματα οι γενεές των ανθρώπων και ξαναπέφτουν  πάλι στα χώματα.
Σωριάζεται, πληθαίνει, ανεβαίνει ως τον ουρανό η αρετή κι η προσπάθεια του ανθρώπου.
Που πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν  υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τη χαίρουμαι όλη.
Καλή είναι η ζωή, καλός ο θάνατος, η Γης στρογγυλή και στερεή, σα στήθος γυναικός στις πολυκάτεχες παλάμες μου.
Δίνουμαι σε όλα. Αγαπώ, πονώ, αγωνίζουμαι. Ο κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μυστήριο σκοτεινό και παντοδύναμο.
Αν μπορείς, Ψυχή, ανασηκώσου απάνω από τα πολύβουα κύματα και  πιάσε μ΄ ένα κλωθογύρισμα του ματιού σου όλη τη θάλασσα. Κράτα καλά τα φρένα σου να μη σαλέψουν. Κι ολομεμιάς βυθίσου πάλι στο πέλαγο και ξακλούθα τον αγώνα.
Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!
Γιατί ο Ατλαντικός είναι καταρράχτης, η Νέα Γης υπάρχει μονάχα  στην καρδιά του ανθρώπου, και ξαφνικά, σε στρόβιλο βουβό, θα βουλιάξεις στον καταρράχτη του θανάτου και συ κι όλη η γαλέρα του κόσμου.
Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα  κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!
Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν΄ αφανίζουνται, και λέω: "Αυτό θέλω!"
Ξέρω τώρα· δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

"Medusa" - Louise Bogan




I had come to the house, in a cave of trees,

Facing a sheer sky.

Everything moved,—a bell hung ready to strike,

Sun and reflection wheeled by.

When the bare eyes were before me

And the hissing hair,

Held up at a window, seen through a door.

The stiff bald eyes, the serpents on the forehead

Formed in the air.

This is a dead scene forever now.

Nothing will ever stir.

The end will never brighten it more than this,

Nor the rain blur.

The water will always fall, and will not fall,

And the tipped bell make no sound.

The grass will always be growing for hay

Deep on the ground.

And I shall stand here like a shadow

Under the great balanced day,

My eyes on the yellow dust, that was lifting in the wind,

And does not drift away.

"The night is darkening round me" - Emily Brontë



The night is darkening round me,
The wild winds coldly blow;
But a tyrant spell has bound me,
And i cannot, cannot go.

The giant trees are bending
Their bare boughs weighed with snow;
The storm is fast descending,
And yet i cannot go.

Clouds beyond clouds above me,
Wastes beyond wastes below;
But nothing drear can move me;
I will not, cannot go.

"Ανθρωπε καθημερινε" - Κρίτων Αθανασούλης



Άνθρωπε καθημερινέ
άνθρωπε ματωμένε,
άνθρωπε που δεν ορίζεις το
φως σου.
Άνθρωπε που με βλέπεις
κάθε πρωί
να επαναλαμβάνω τον εαυτό μου,
άνθρωπε που τα'ί'ζεις με ψίχουλα
τη χαρά σου,
άνθρωπε τής ερημιάς,
ακατάδεχτε άνθρωπε,
ανίκητε του αιώνα!
Κι΄άν ακόμα κάψουν τα δάση
μαζί με τα ωδ'ικα πουλιά,
άν ξατμιστούν τα ποτάμια
κι΄ο ήλιος πνιγεί
μές στη νεκρή θάλασσα,
άν η βροχή πλημμυρίσει
το σπίτι που δέν σου ανήκει,
άν οι καρδιές καταγγείλουν
την ποίηση επι οπλοφορία
μην καλέσεις το θάνατο.
Ξέρεις πολύ απο δάκρυα,
ξέρεις από πληγές,
ξέρεις από ορφάνια.
Μη ζητήσεις το θάνατο.
Περιτρέχει τη σφαίρα
άγριος θάνατος.
Περιβρέχει τις ψθχές μας
σκόνη απ΄τον όλεθρο.
Περιέχει η καρδιά μας
την αγωνία.
Έργο δικό σου ο θάνατος.
Άνθρωπε καθημερινέ
μην ξεχνάς κάθε πρωί
να μοιράζεις χαμόγελα.
Μιά πληγή που χαμογελά
είναι ο κόσμος.

"Κάποτε, αν θυμάμαι καλά" - Αρθουρ Ρεμπω



Κάποτε, αν θυμάμαι καλά, με συμπόσιο έμοιαζε η ζωή μου, όπου κάθε καρδιά ανοίχθηκε και κάθε λογής κρασί έτρεξε. 
Ένα βράδυ, κάθισα την Ομορφιά στα πόδια μου  -και τη βρήκα πικρή -και τη βεβήλωσα. 
Όρθωσα το ανάστημα μου ενάντια στη δικαιοσύνη. 
Τράπηκα σε φυγή. Ω Μάγισσες, Ω Δυστυχία, Ω Μίσος , είναι που σε σας τον θησαυρό μου εμπιστεύθηκα.
Κατάφερα να εξαφανίσω μέσα μου, όλη την ανθρώπινη ελπίδα. Με δρασκέλισμα αθόρυβο, κτήνους βαρύθυμου, έπνιξα κάθε ευχαρίστηση.
Κάλεσα τους δήμιους για να αφανιστώ, μασώντας τις κάνες των όπλων τους. Επικαλέστηκα τους λοιμούς για να με πνίξουν σ’ άμμο και αίμα. Η Δυστυχία ήταν ο Θεός μου.. Στη λάσπη ξάπλωσα στεγνώνοντας τη σάρκα μου με μιαρό αέρα. Υποδύθηκα τον ανόητο ως του σημείου παραφροσύνης.
Και η άνοιξη μου έφερε το τρομώδες γέλιο ενός ηλίθιου. 
Εντούτοις, όταν ήμουν έτοιμος να κοάξω! Σκέφτηκα στα παλαιά συμπόσια να ψάξω το κλειδί, μήπως και βρω ξανά την όρεξη μου.
Η Φιλανθρωπία είναι το κλειδί. Τούτη η έμπνευση καταδεικνύει ότι ονειρεύτηκα.
« Θα παραμείνεις Ύαινα, και όλα τα άλλα…» κραυγάζει ο δαίμονας που κάποτε με έστεψε με τέτοιας λογής όμορφες παπαρούνες. Ψάξε το Θάνατο με όλες τις κεφαλαιώδεις επιθυμίες σου, και τον εγωισμό σου ολάκερο, και μ΄ όλες σου τις αμαρτίες». 
 Α! Επαρκής είμαι απ’ αυτά: Αλλά, Αγαπημένε Σατανά, σας ικετεύω, μη δείχνεται τόσο ενοχλημένος·  και καθώς αναμένεται μερικά καθυστερημένα σημάδια δειλίας, δεδομένου ότι εκτιμάται σε έναν συγγραφέα την έλλειψη περιγραφικής ή διδακτικής ενόρμησης, σας επισυνάπτω τούτες τις ειδεχθείς σελίδες  από το ημερολόγιο μιας καταραμένης ψυχής.

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

"Prince Ikusa" - Manyoshu (collected early 8th c)




The long winter day,
its mists rising,
before i know it
has turned to twilight,
and the heart that crowds my chest
hurts me so 
I moan
like the mountain thrushes.
Then from the mountains
where our great Lord,
a god aloof, 
is pleased to wander,
a wind comes blowing,
and as i stand alone,
morning and night,
it turns back my sleeve
and I think how auspicious 
is that one word "back"!
I call myself a man of spirit,
but on this journey, 
grass for a pillow,
my thoughts keep going back—
no way to stop them—
and like the fires that burn
when fishergirls of Ami Bay
boil down their salt,
these memories burn
deep within my heart.