Ο Εαρέντελ ξεπρόβαλε εκεί που ρέει η σκιά
στο σιωπηλό το χείλος του Ωκεανού.
Σαν αχτίδα φωτός μεσ’ από το στόμα της νυκτός,
εκει που οι ακτές είναι καθαρές και αμυδρές
άραξε τη βάρκα του σαν ασημένια σπίθα.
Απ’ την τελευταία και μονάχη άμμο,
έπειτα στην ηλιόλουστη αναπνοή του φλογερού θανάτου της ημέρας
εξέπλευσε απ’ το Βέστερλαντ.
Βελόνιασε τον προορισμό του στο επαύριο.
απ’ τη λάμψη του Ηλίου,
και περιπλανήθηκε μακριά πολύ στο παρελθόν τ’ αστέρι
στην αστραφτερή του τη γαλέτα.
Στη συνάθροιση της παλίρροιας στου σκοταδιού τη βόλτα
ο στολίσκος τ’ ουρανού,
διακοσμεί τη νύχτα με τα φωτεινά πανιά του
καθώς το ρεύμα των αστεριών περνά.
Αγνοηθής περνά γρήγορα τα πλοία,
και με το δύστροπό του πνεύμα στροβιλήστηκε
σε μια ‘τέλειωτη αναζήτηση στη σκοτεινή τη Δύση
στο περιθώριο του κόσμου.
Και βιαστικά περνώντας στη στολισμένη τη φθορά
και το σούρουπο οπόθεν ήρθε
με την φλεγόμενη καρδιά και την λαμπρή την πεθυμιά
Και το πρόσωπο ασημένια φλόγα.
Το Πλοίο της Σελήνης γρήγορα απ’ την Ανατολή θα ‘ρθει.
Απ’ τον Όρμο του Ηλίου,
που οι λευκές του πύλες φωτοβολούν στην ερχόμενη δέσμη
του δυνατού αργύρου.
Με διογκωμένα σύννεφα για σάβανα του σκάφους
άγκυρα αράζει κάτω από το σκοτάδι,
και με λαμπυρίζοντα κουπιά αφήνει τις ανείπωτες ακτές
μες στη ξύλινη – ασημένια βάρκα του.
Κι έπειτα ο Εαρέντελ έτρεξε απ’ αυτόν το φόβο του Βαρκάρη
Πέρα απ’ της μαύρης γης το χλώμιασμα ,
και πίσω κάτω απ’ το χείλος του σιωπηλού Ωκεανού.
και πίσω απ’ το πανί του κόσμου.
Και άκουσε τη χαρά του λαού της γης
και τα δάκρυά τους καθώς έπεφταν,
καθώς ο κόσμος έπεφτε πίσω σε ένα νεφελώδες ναυάγιο
στο ταξίδι του όλα αυτά τα χρόνια.
Κατόπιν φωτισμένος πέρασε στο άναστρο απέραντο
σαν λαμπτήρας στη θάλασσα
και πέρα απ’ τη γνώση των θνητών ανθρώπων.
Ορίζει τη μοναχική του περιπλάνηση,
κυνηγώντας τον Ήλιο στη γαλέρα του
κατευθείαν στον αδιάβατο ουράνιο θόλο,
μέχρις ότου το φως του πάλιωσε στις κρύες τις αβύσσους.
Και η διακαής φλόγα του ξοδεύτηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου