Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ώς την άκρη του κονταριού
που κρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.
Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ’ το ’λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ’ άλογό μου!»
Έτσι αν το θέλει ο Θερβαντές, εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.
Τους είδα πίσω να ’ρθουνε —παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο—
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου