Κάποτε, αν θυμάμαι καλά, με συμπόσιο έμοιαζε η ζωή μου, όπου κάθε καρδιά ανοίχθηκε και κάθε λογής κρασί έτρεξε.
Ένα βράδυ, κάθισα την Ομορφιά στα πόδια μου -και τη βρήκα πικρή -και τη βεβήλωσα.
Όρθωσα το ανάστημα μου ενάντια στη δικαιοσύνη.
Τράπηκα σε φυγή. Ω Μάγισσες, Ω Δυστυχία, Ω Μίσος , είναι που σε σας τον θησαυρό μου εμπιστεύθηκα.
Κατάφερα να εξαφανίσω μέσα μου, όλη την ανθρώπινη ελπίδα. Με δρασκέλισμα αθόρυβο, κτήνους βαρύθυμου, έπνιξα κάθε ευχαρίστηση.
Κάλεσα τους δήμιους για να αφανιστώ,
μασώντας τις κάνες των όπλων τους. Επικαλέστηκα τους λοιμούς για να με
πνίξουν σ’ άμμο και αίμα. Η Δυστυχία ήταν ο Θεός μου.. Στη λάσπη ξάπλωσα
στεγνώνοντας τη σάρκα μου με μιαρό αέρα. Υποδύθηκα τον ανόητο ως του
σημείου παραφροσύνης.
Και η άνοιξη μου έφερε το τρομώδες γέλιο ενός ηλίθιου.
Εντούτοις, όταν ήμουν έτοιμος να κοάξω! Σκέφτηκα στα παλαιά συμπόσια να ψάξω το κλειδί, μήπως και βρω ξανά την όρεξη μου.
Η Φιλανθρωπία είναι το κλειδί. Τούτη η έμπνευση καταδεικνύει ότι ονειρεύτηκα.
« Θα παραμείνεις Ύαινα, και όλα τα άλλα…»
κραυγάζει ο δαίμονας που κάποτε με έστεψε με τέτοιας λογής όμορφες
παπαρούνες. Ψάξε το Θάνατο με όλες τις κεφαλαιώδεις επιθυμίες σου, και
τον εγωισμό σου ολάκερο, και μ΄ όλες σου τις αμαρτίες».
Α! Επαρκής είμαι απ’ αυτά: Αλλά,
Αγαπημένε Σατανά, σας ικετεύω, μη δείχνεται τόσο ενοχλημένος· και καθώς
αναμένεται μερικά καθυστερημένα σημάδια δειλίας, δεδομένου ότι
εκτιμάται σε έναν συγγραφέα την έλλειψη περιγραφικής ή διδακτικής
ενόρμησης, σας επισυνάπτω τούτες τις ειδεχθείς σελίδες από το
ημερολόγιο μιας καταραμένης ψυχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου